Πάντα ικανός να έχει μια πρόχειρη ατάκα, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έσπευσε να δηλώσει ότι «νίκησε η δημοκρατία» για τις δημοτικές εκλογές στην Τουρκία, θέλοντας να αποφύγει να δώσει έμφαση στο γεγονός ότι τα εκλογικά αποτελέσματα κάθε άλλο παρά ευνοϊκά ήταν για το κυβερνών AKP.
Όμως, τα μηνύματα των εκλογών ήταν σαφής και δείχνουν ότι η τουρκική κοινωνία αρχίζει και αναμετριέται με την εποχή που ο Ερντογάν, ο πολιτικός του οποίου το αποτύπωμα στη σύγχρονη Τουρκία μόνο με αυτό του Κεμάλ Ατατούρκ συγκρίνεται, δεν θα είναι στο τιμόνι.
Φαινομενικά οι φετινές εκλογές δεν ήταν τόσο κρίσιμες. Ο Ερντογάν θριάμβευσε στις τελευταίες προεδρικές εκλογές, έχει άνετη κυβερνητική πλειοψηφία και έχει δηλώσει ότι με αυτή τη θητεία κλείνει ο πολιτικός του κύκλος, αν και κανείς δεν μπορεί ποτέ να είναι σίγουρος για τέτοιες δηλώσεις. Επιπλέον, το μεγάλο πλήγμα, όταν έχασε μεγάλες πόλεις και ιδίως την Κωνσταντινούπολη το υπέστη το 2019 όταν όχι μόνο το AKP έχασε την πόλη από όπου ξεκίνησε την πορεία του για την εξουσία ο Ερντογάν, αλλά και δεν κατάφερε να κερδίσει ούτε τις επαναληπτικές εκλογές τις οποίες μεθόδευσε.
Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι ο Ερντογάν αδιαφορούσε για αυτές τις εκλογές. Πολιτικός που ζει για τις προεκλογικές εκστρατείες, έδωσε και πάλι τη μάχη αποφασιστικά. Ας μην ξεχνάμε ότι παρότι έχει δηλώσει ότι δεν θα διεκδικήσει την προεδρία, αλλά έχουν υπάρξει πληροφορίες ότι εξέταζε το ενδεχόμενο και νέας θητείας, κάτι που όμως θα απαιτούσε έναν διαφορετικό συσχετισμό για την αντιμετώπιση του σχετικού συνταγματικού περιορισμού.
Όμως, φαίνεται ότι καταγράφηκαν και άλλες δυναμικές. Γιατί μπορεί ο Ερντογάν να διαχειρίζεται αποτελεσματικά την εικόνα μιας ισχυρής Τουρκίας, ως «περιφερειακή δύναμης», με διεθνή παρουσία και ικανότητα να μην ταυτίζεται με τη Δύση σε κρίσιμα ζητήματα, από τον πόλεμο στην Ουκρανία έως τον πόλεμο στη Γάζα, όμως η οικονομία όπου ο πληθωρισμός σημείωσε νέα αύξηση τον Μάρτιο εξακολουθεί να αποτελεί την «αχίλλειο πτέρνα» και τροφοδοτεί τη δυσαρέσκεια.
Η επόμενη μέρα ως επίδικο
Σε αυτό το φόντο το πραγματικό επίδικο των εκλογών ήταν η επόμενη μέρα, δηλαδή το σε ποια κατεύθυνση παραπέμπουν οι συσχετισμοί που διαμορφώθηκαν. Και εδώ τα μηνύματα είναι σαφή.
Η αντιπολίτευση σαφώς αναδεικνύεται σε πρώτη δύναμη σε αυτές τις εκλογές, τόσο ως προς την πρωτιά που καταγράφει αθροιστικά το CHP όσο και ως τα αθροίσματα των δυνητικών εκλογικών συμμαχιών.
Η επανεκλογή Ιμάμογλου στην Κωνσταντινούπολη, παρά το γεγονός ότι αυτή τη φορά υπήρχε και υποψήφια του φιλοκουρδικού κόμματος, σημαίνει ότι η αντιπολίτευση αποκτά μια φιγούρα που μπορεί να διεκδικήσει με αξιώσεις την προεδρία, δικαιώνοντας εκείνες τις φωνές μέσα στην αντιπολίτευση που έλεγαν ότι αυτός έπρεπε να είναι ο κοινός υποψήφιος της αντιπολίτευσης στις περσινές εκλογές.
Η απώλεια ακόμη και παραδοσιακών προπυργίων του AKP όπως η Προύσα δείχνει ότι υπάρχει μεγαλύτερο βάθος στη δυσαρέσκεια, αλλά και δυνατότητα η πολιτική κυριαρχία της εκδοχής «πολιτικού Ισλάμ» που εξέφρασε ο Ερντογάν δεν είναι τόσο αυτονόητο, στο φόντο μιας νέας εποχής. Αυτό επιτείνεται από το γεγονός ότι η αντιπολίτευση μπορούσε να έχει καλά αποτελέσματα ακόμη και σε περιοχές της Ανατολίας, δηλαδή στα προπύργια του AKP, δείχνοντας ότι αρχίζει και τροποποιείται η διαφορά ανάμεσα στα παράλια και την ενδοχώρα που ήταν το χαρακτηριστικό των εκλογών εδώ και δεκαετίες.
Το φιλοκουρδικό κόμμα DEM (μετεξέλιξη του HDP), παρά τις μεγάλες διώξεις που έχει υποστεί εξακολουθεί να διατηρεί δυνάμεις στις περιοχές με ισχυρή κουρδική παρουσία και άρα παραμένει παράγοντας που επηρεάζει εξελίξεις.
Η εμφάνιση και σχετικά καλή εκλογική καταγραφή του κόμματος της Νέας Ευημερίας, στο οποίο ηγείται ο Φατίχ Ερμπακάν, γιός του Νετσμετίν Ερμπακάν, σήμαινε ότι στον ορίζοντα της εποχής μετά τον Ερντογάν εμφανίζονται και νέες δυνάμεις που διεκδικούν τον ευρύτερο χώρο του «πολιτικού Ισλάμ» και ταυτόχρονα αλλάζουν τον σχηματισμό, αφού ήταν ακριβώς αυτές οι απώλειες που έδωσαν στο κεμαλικό CHP την αθροιστική πρωτιά σε αυτές τις εκλογές.
Οι προοπτικές
Αυτή τη στιγμή η κυριαρχία του Ερντογάν ούτε πολιτικά ούτε θεσμικά τίθεται σε αμφισβήτηση. Όμως, είναι σαφές ότι ο χρόνος αρχίζει και μετράει αντίστροφα για ένα νέο τοπίο, το περίγραμμα του οποίου ακόμη είναι ασαφές καθώς θα καθοριστεί και από εσωτερικές δυναμικές (κυρίως το εάν θα αντιμετωπιστεί ο πληθωρισμός και η κρίση κόστους ζωής που σήμερα υπονομεύει την ηγεμονία του Ερντογάν που άλλωστε στηρίχτηκε ιστορικά και στις καλές οικονομικές επιδόσεις) και από γεωπολιτικές εξελίξεις σε μια εποχή αυξημένων πολώσεων και διαιρέσεων.
Εάν σε αυτό συνυπολογίσουμε ότι ο Ερντογάν κυριαρχεί στο πολιτικό τοπίο της Τουρκίας για πάνω από είκοσι χρόνια και ηγείται όχι απλώς ενός κόμματος αλλά ενός ολόκληρου συστήματος εξουσίας (παρά τους εσωτερικούς μετασχηματισμούς του), κατανοούμε ότι αυτή η μετάβαση σε μια εποχή όπου ούτε ο Ερντογάν θα είναι στο τιμόνι, ούτε το AKP (στη συμμαχία του με τους εθνικιστές) θα είναι κυρίαρχο, δεν θα είναι ιδιαίτερα εύκολη. Ούτε και δεδομένη, εάν σκεφτούμε ότι ο Ερντογάν παραμένει ένας πρωτίστως τακτικιστής πολιτικός που θα προσπαθήσει να μην αφήσει το σύστημα που ο ίδιος δημιούργησε να βρεθεί εκτός εξουσίας.