Στις ημέρες μας, η αναφορά της στην ειδησεογραφία συνδέεται κυρίως με το σκληροπυρηνικό «σχέδιο Ρουάντα» της βρετανικής κυβέρνησης για την «εξορία» μεταναστών και αιτούντων άσυλο στη χώρα αυτή της κεντρικο-ανατολικής Αφρικής, μέχρι να εγκριθεί ή απορριφθεί το αίτημά τους.
Ιδέα, που το Ανώτατο Δικαστήριο της Βρετανίας έκρινε παράνομη ως έχει, άλλα βρίσκει θιασώτες στους συντηρητικούς κύκλους της Ευρώπης…
Κάπως έτσι λοιπόν η μακρινή Ρουάντα -μια πρώην βελγική αποικία, που ανεξαρτητοποιήθηκε το 1962- χαρακτηρίζεται πλέον «ασφαλής» τρίτη χώρα.
Συγκριτικά με τα όσα βίωσε ο πληθυσμός της προ 30 ετών, πράγματι είναι.
Ήταν 7 Απριλίου του 1994 όταν η αφρικανική χώρα έγινε συνώνυμο της σύγχρονης φρίκης, ως πεδίο της ταχύτερα εξελισσόμενης και μεγαλύτερης σε αριθμό θυμάτων ανά ημέρα γενοκτονίας στην ιστορία.
Στις εκατό ημέρες που διήρκεσε, υπολογίζεται ότι σφαγιάστηκαν τουλάχιστον ένα εκατομμύριο άνθρωποι, που θάφτηκαν σε ομαδικούς τάφους.
Ήταν μια προαναγγελθείσα τραγωδία, απότοκο της αποικιοκρατίας, ενός τριετούς εμφυλίου στις αρχές της δεκαετίας του ‘90, περιφερειακής αποσταθεροποίησης, έξωθεν παρεμβάσεων, αλλά και της εγκληματικής απραγίας της διεθνούς κοινότητας.
Έφερε αντιμέτωπη την τότε κυβέρνηση της Ρουάντα, η οποία αποτελούνταν από μέλη της φυλής Χούτου και υποστηριζόταν από τη Γαλλία, με τους αντάρτες του Πατριωτικού Μετώπου (RPF) των εξόριστων μειονοτικών Τούτσι.
Τα περισσότερα θύματα της σφαγής ήταν από τις τάξεις των τελευταίων, αλλά και μετριοπαθείς Χούτου.
Οι περίπου 2.500 άνδρες που είχαν αναπτύξει τα Ηνωμένα Έθνη στην περιοχή δεν έκαναν σχεδόν τίποτα, εν μέσω διπλωματικής απάθειας της Δύσης.
Τρεις εβδομάδες μετά τη γενοκτονία, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ψήφισε την απόσυρση σχεδόν όλων των κυανόκρανων.
Οι Τούτσι, που ανέλαβαν την εξουσία, ακολούθησαν μια πολιτική εθνικής συμφιλίωσης, χωρίς εθνοτικές διαχωριστικές γραμμές.
Όμως η χώρα ακόμη επουλώνει τις βαθιές πληγές της.
Το δε πραγματικό μέγεθος της τραγωδίας συνεχίζει να αποκαλύπτεται.
Τρεις δεκαετίες μετά τη γενοκτονία, ανακαλύπτονται ακόμη ομαδικοί τάφοι στη μικρή, λοφώδη χώρα στην καρδιά της Αφρικής.
Μετρώντας πληγές
Για τη γενοκτονία στη Ρουάντα ιδρύθηκε, το πρώτο Ειδικό Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο του ΟΗΕ, το 1994, εν προκειμένω για τη δίωξη των βασικών υπαίτιων της εθνοκάθαρσης.
Μέχρι τον τερματισμό της λειτουργίας του, το 2015, καταδικάστηκαν 61 άτομα.
Άλλες δύο εκατομμύρια υποθέσεις εκδικάστηκαν στην ίδια τη Ρουάντα, σε λαϊκά δικαστήρια, τα λεγόμενα Gacaca.
Μέσα μια δεκαετία, έκριναν ένοχους πάνω από εκατομμύριο ανθρώπους.
Πολλοί άλλοι ένοχοι για τη γενοκτονία ωστόσο δεν δικάστηκαν ποτέ.
Είτε γιατί δεν αποκαλύφθηκε η εγκληματική δράση τους, είτε επειδή κατάφεραν να διαφύγουν.
Εξτρεμιστές Χούτου σκορπίστηκαν σε γειτονικές χώρες.
Στο ανατολικό Κογκό παραμένει ενεργή μέχρι και σήμερα η πολιτοφυλακή FDLR των Χούτου, οι επονομαζόμενες «Δημοκρατικές Δυνάμεις για την Απελευθέρωση της Ρουάντα».
Διακηρυγμένος στόχος τους είναι η ανακατάληψη της χώρας και η εξάλειψη των Τούτσι.
Στην πρωτεύουσα Κιγκάλι, εν τω μεταξύ, την εξουσία ασκεί αδιάλειπτα από το 2000 ο πρόεδρος Πολ Καγκαμέ.
Το επίσημο αφήγημα, που ασπάζεται και η Δύση, είναι ότι η Ρουάντα έχει αναγεννηθεί από τις στάχτες της, αποτελώντας περιφερειακό παράδειγμα ειρήνης, ενότητας, ευημερίας και προόδου.
Σε έμμεση αναγνώριση των ευθυνών της για τη γενοκτονία -όχι όμως και της συνενοχής της- η διεθνής κοινότητα παρέχει αθρόα οικονομική βοήθεια.
Αντιστοιχεί περίπου στο 75% των κρατικών δαπανών της αφρικανικής χώρας, ενισχύοντας το ΑΕΠ της.
Μέσα στην τελευταία 20ετια, το προσδόκιμο ζωής στη Ρουάντα έχει αυξηθεί από τα 49 στα 66 έτη. Η παιδική θνησιμότητα έχει μειωθεί κατά 77%.
Τη συνέχιση της εξωτερικής βοήθειας εξασφαλίζει με μια συναλλακτική εξωτερική πολιτική ο πρόεδρος Καγκαμέ.
Ισορροπεί μεταξύ Δύσης, Κίνας και Ρωσίας, εν μέσω γεωπολιτικών ανταγωνισμών στην Αφρική, στρατιωτικών εντάσεων στα σύνορα της Ρουάντα, αλλά και μεγάλων οικονομικών ανισοτήτων στο εσωτερικό της.
Παρά το αυταρχικό στιλ διακυβέρνησης, ο 66χρονος Καγκαμέ αναμένεται να επανεκλεγεί τον Ιούλιο.
Βάσει δε των συνταγματικών αλλαγών του 2015, θα μπορεί να διεκδικεί την εξουσία μέχρι το 2034.
Κυνική ρεαλπολιτίκ
«Φέτος, υπενθυμίζουμε στους εαυτούς μας τη ραγισμένη ρίζα της γενοκτονίας: το μίσος», αναφέρει ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, στο μήνυμά του για την 30η «μαύρη» επέτειο της γενοκτονίας στη Ρουάντα.
«Σε αυτούς που επιδιώκουν να μας διχάσουν», τόνισε, «πρέπει να δώσουμε ένα σαφές, ξεκάθαρο και επείγον μήνυμα: ποτέ ξανά».
Στο φόντο όμως της συνεχιζόμενης σφαγής στη Λωρίδας της Γάζας και των εθνοκαθάρσεων που συντελέστηκαν μετά την τραγωδία στη Ρουάντα (π.χ. η Σφαγή της Σρεμπρένιτσα έγινε μόλις ένα χρόνο μετά), διακηρύξεις σαν και αυτές φαντάζουν το λιγότερο υποκριτικές.
Πολλώ μάλλον όταν η Δύση -εγκληματικά απαθής τότε, όπως και τώρα- χρησιμοποίησε τη γενοκτονία του 1994 ως επιχείρημα για κατά το δοκούν μονομερείς στρατιωτικές επεμβάσεις και αιματηρούς «ανθρωπιστικούς» πολέμους.
Αντίθετα, σε άλλες σύγχρονες τραγωδίες και θηριωδίες -όπως για παράδειγμα στη Γάζα, στη Υεμένη, στο Σουδάν και στην Αϊτή- κάνει επιλεκτικά τα στραβά μάτια, ενόσω εκατομμύρια άμαχοι βομβαρδίζονται και λιμοκτονούν.
«Υπάρχουν μεγάλα ερωτήματα για εκείνους, που έχουν δύναμη και πόρους για το αποτρέψουν», δήλωσε πρόσφατα ο πρόεδρος Καγκαμέ, σε μια διεθνή σύνοδο στο Ντουμπάι.
«Όταν βλέπεις τι συμβαίνει στον κόσμο», ανέφερε, «αναρωτιέσαι αν αντλήθηκαν διδάγματα» από τη γενοκτονία στη Ρουάντα.
Στη δική του ρεαλπολιτίκ, εν τω μεταξύ, προφανώς «χωρά» η μετατροπή της χώρας του σε «αποθήκη ψυχών» για αιτούντες άσυλο από την Ευρώπη.
Είναι πολλά τα λεφτά εξάλλου…
Μόνο η Βρετανία έχει τάξει προς τούτο στο Κιγκάλι 370 εκατομμύρια λίρες έως το 2026. Ποσό περίπου δεκαπλάσιο από την ετήσια οικονομική βοήθεια που το Λονδίνο δίνει στη Ρουάντα.