Οι διθύραμβοι από τον διεθνή οικονομικό Τύπο για το ελληνικό «οικονομικό θαύμα» μοιάζουν χωρίς αντίκρισμα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat για το κατά κεφαλήν ΑΕΠ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης να προσγειώνουν ανώμαλα το success story της κυβέρνησης.

Την πικρή αλήθεια αποτυπώνουν οι δείκτες του πληθωρισμού με νέα άνοδο στο 3,4% τον Μάρτιο από 3,1% τον Φεβρουάριο, παρά την εφαρμογή των μέτρων Σκρέκα κατά της ακρίβειας.

Με τις προοπτικές για την ελληνική οικονομία και για την χώρα να παραμένουν δυσοίωνες και τους πολίτες να δηλώνουν δυσαρεστημένοι ο Κύκλος Οικονομικής & Κοινωνικής Ανάλυσης του ΕΝΑ δημοσιεύει τη σειρά Focus ENA | Oικονομία, η οποία περιλαμβάνει flash αναλύσεις μακροοικονομικών δεικτών και μεγεθών της ελληνικής οικονομίας. Η νέα ανάλυση, με θέμα το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας, αποδομεί τα περί «οικονομικού θαύματος» και τοποθετεί τη χώρας μας δίπλα στη Βουλγαρία που κατείχε την τελευταία θέση στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ.

Η μεθοδολογία για να μετρηθεί το κατά κεφαλήν ΑΕΠ και να συγκριθούν οι χώρες μεταξύ τους

Το εκρηκτικό μείγμα ακρίβειας που παρατηρείται το τελευταίο χρονικό διάστημα στη χώρα, με τις τιμές των τροφίμων και των καυσίμων να τρέχουν αγκαζέ σε μια ξέφρενη κούρσα προς τον ουρανό, έχει κυριολεκτικά γονατίσει τα νοικοκυριά.

Οι μονάδες αγοραστικής δύναμης (Purchasing power parities – PPPs) επινοήθηκαν για να μετρούν την αξία μιας δεδομένης ποσότητας αγαθών και υπηρεσιών σε κάθε χώρα ή, αντίστροφα, πόσα αγαθά και υπηρεσίες μπορεί να αγοράσει ένα ευρώ σε κάθε χώρα. Με άλλα λόγια, πρόκειται για ένα «νοητό» νόμισμα που μπορεί να αγοράσει την ίδια ποσότητα αγαθών και υπηρεσιών σε οποιαδήποτε χώρα, με βάση το οποίο μπορεί να μετρηθεί το ΑΕΠ ή το κατά κεφαλήν ΑΕΠ και να συγκριθούν οι χώρες μεταξύ τους λαμβάνοντας υπόψη τα διαφορετικά επίπεδα τιμών.

Το 2023 η Βουλγαρία «μετράει» 64 μονάδες ενώ η Ελλάδα στην Ε.Ε. των «27» βρίσκεται στις 67 μονάδες.

Στην ανάλυση του ΕΝΑ περισσότερο ενδιαφέρον από τη στατική εικόνα του κατά κεφαλήν ΑΕΠ για το 2023 έχει η εξέλιξή του από τότε που υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία.

Στο διάγραμμα που παρουσιάζει η Ελλάδα και η Βουλγαρία, συγκλίνουν συνεχώς στα χαμηλά  όταν το Λουξεμβούργο τρέχει με «σκορ» 240 μονάδες και η Ιρλανδία με 212.

Από το 2010 τα πράγματα άλλαξαν δραματικά

Το 1995 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας ήταν στο 85% του μέσου όρου των 27 χωρών της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης και μέχρι το 2009 ακολουθούσε αυξητική πορεία. Οι πιο εμφανείς αυξήσεις σημειώθηκαν στα πρώτα χρόνια της ένταξης στην Ευρωζώνη, μεταξύ 2001 και 2004, φτάνοντας το 98% του μέσου όρου της ΕΕ-27, παραμένοντας σχετικά σταθερό μέχρι το 2009. Σε όλη αυτή την περίοδο το ελληνικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν υψηλότερο από 13 χώρες της ΕΕ: Όλες τις χώρες ΚΑΕ (Κεντρικής & Ανατολικής Ευρώπης, βλ. χώρες του πρώην Ανατολικού μπλοκ), καθώς και τη Μάλτα και την Πορτογαλία. Τότε η Ελλάδα ήταν στην κατηγορία της Νότιας Ευρώπης.

Τα μνημόνια και η κατηγορία που άλλαξε η χώρα μας

Από το 2010, με την έναρξη της κρίσης και των μνημονίων, τα πράγματα άλλαξαν δραματικά. Το 2011 το ΑΕΠ κατά κεφαλήν της Ελλάδας έχει κατρακυλήσει στο 75% του μέσου όρου της ΕΕ, πέφτοντας όχι μόνο κάτω από την Πορτογαλία και τη Μάλτα αλλά και από την Τσεχία, τη Σλοβακία και τη Σλοβενία. Η Ελλάδα άλλαξε κατηγορία και πέρασε σε εκείνη της «Ανατολικής Ευρώπης», αναφέρει η ανάλυση του Ινστιτούτου.

Μέχρι το τέλος των μνημονίων το 2018, η χώρα μας έχασε μερικές ακόμα μονάδες και έφτασε στο 66% του μέσου όρου, πάνω μόνο από τη Βουλγαρία και την Κροατία, περνώντας πλέον στην κατηγορία της «φτωχής Ανατολικής Ευρώπης». Από το 2019 μας πέρασε και η Κροατία και από τότε μέχρι σήμερα βρισκόμαστε στη δεύτερη θέση από το τέλος, οριακά πάνω από τη Βουλγαρία.

Δύο πιθανές εξηγήσεις που ουσιαστικά είναι μία

Τα «καμπανάκια» όμως δεν χτυπούν για τη χαμηλή θέση στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα -οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη δημοσιονομική κρίση και τα μνημόνια- αλλά στη στασιμότητα.

Σύμφωνα με τη νέα ανάλυση μακροοικονομικών δεικτών και μεγεθών της ελληνικής οικονομίας του ΕΝΑ, παρά το τέλος των μνημονίων και τους θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης που ακολούθησαν, η Ελλάδα δεν έχει καταφέρει να καλύψει παρά μόλις μία μονάδα απόστασης από τον μέσο Ευρωπαϊκό όρο: από 66% το 2018 κατάφερε να φτάσει το 67% πέρυσι.

Με δεδομένο ότι η Ελλάδα από το 2019 και μετά καταγράφει υψηλότερο πραγματικό ρυθμό μεγέθυνσης από τον μέσο όρο της ΕΕ (με εξαίρεση το 2020 που η ύφεση ήταν εντονότερη) η αδυναμία κάλυψης της απόστασης σε κατά κεφαλήν όρους και μονάδες αγοραστικής δύναμης έχει δύο πιθανές εξηγήσεις. Είτε ο ελληνικός πληθυσμός αυξάνεται πιο γρήγορα από τον ευρωπαϊκό, είτε οι ελληνικές τιμές αυξάνονται πιο γρήγορα από τις ευρωπαϊκές.

Η αύξηση των τιμών δεν επιτρέπει στην αύξηση του ΑΕΠ να μεταφραστεί σε αύξηση του βιοτικού επιπέδου

Το πρώτο σίγουρα δεν ισχύει: Σύμφωνα με τη Eurostat, από το 2018 μέχρι το 2023 ο πληθυσμός της Ελλάδας έχει μειωθεί κατά 3% ενώ ο πληθυσμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει αυξηθεί κατά 0,6%. Όσον αφορά το δεύτερο, πάντα σύμφωνα με τη Eurostat, ο δείκτης τιμών της τελικής καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών της Ελλάδας (από τον οποίο υπολογίζονται και οι μονάδες αγοραστικής δύναμης) ήταν στο 86,8% του μέσου ευρωπαϊκού όρου το 2018 και αυξήθηκε στο 88,2% το 2023. Επομένως, φαίνεται ότι η αύξηση των τιμών δεν επιτρέπει στην αύξηση του ΑΕΠ να μεταφραστεί σε αύξηση του βιοτικού επιπέδου, όπως τουλάχιστον μετριέται από τις μονάδες αγοραστικής δύναμης.

Αντιμέτωποι με την φτώχεια 2.658.400 πολίτες στην Ελλάδα

Κάπου εδώ έρχονται να «κουμπώσουν» τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ. Σύμφωνα με αυτά (2023) o πληθυσμός που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό ανέρχεται στο 26,1% του πληθυσμού της χώρας (2.658.400 άτομα), μένοντας σχεδόν αμετάβλητο σε σχέση με το 2022 που ήταν στο 26,3%.

Ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού είναι υψηλότερος στην περίπτωση των παιδιών ηλικίας 17 ετών και κάτω (28,1%), παραμένοντας σταθερός σε σχέση με το 2022.

Το ποσοστό πληθυσμού ηλικίας 18-64 ετών που διαβιεί σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας υπολογίζεται σε 9,5% επί του συνόλου του πληθυσμού αυτής της ομάδας ηλικιών, εμφανίζοντας μείωση κατά 1,4 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το έτος 2022. Το ποσοστό για τους άνδρες ανέρχεται σε 8,5% και για τις γυναίκες σε 10,6%.

Το κατώφλι της φτώχειας ανέρχεται στο ποσό των 6.030 ευρώ ετησίως για μονοπρόσωπο νοικοκυριό και σε 12.663 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών, και ορίζεται στο 60% του διάμεσου συνολικού ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, το οποίο εκτιμήθηκε σε 10.050 ευρώ, ενώ το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών της χώρας εκτιμήθηκε σε 18.755 ευρώ.

Ως κίνδυνος φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις ορίζεται το ποσοστό των ατόμων που ζουν σε νοικοκυριά, των οποίων το συνολικό ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα είναι χαμηλότερο του 60% του εθνικού διάμεσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος.



Source link

Από skopelostv

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *