H έρευνα του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης για το brain gain – ως αντιστροφή του brain drain, της φυγής νέων στο εξωτερικό κατά τη διάρκεια της κρίσης, έγινε «σημαία» από την κυβέρνηση ως παράδειγμα success story. «Ένα από τα πιο μεγάλα στοιχήματα της κυβέρνησης Μητσοτάκη δείχνει να κερδίζεται», ανακοίνωσε θριαμβευτικά ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης την Τρίτη επικαλούμενος την έρευνα.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος αναφέρθηκε επίσης σε παλαιότερη ανακοίνωση του υπ. Οικονομικών, ότι με βάση τα στοιχεία της Eurostat, έχουν επιστρέψει στην Ελλάδα περίπου 350.000 νέοι, από τους 680.000 που είχαν φύγει τη διάρκεια της κρίσης.
Τι δεν είπε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος
Σχεδόν ταυτόχρονα με την κυβερνητική ανακοίνωση, παρουσιάστηκαν σε σειρά ΜΜΕ επιλεκτικά στοιχεία από την έρευνα, με σχεδόν πανομοιότυπο κείμενο. Η copy/paste παρουσίαση ερμήνευε τα αποτελέσματα ως απόδειξη επιτυχίας της κυβερνητικής θητείας Μητσοτάκη, απαλείφοντας τις απαντήσεις που δεν εξυπηρετούν αυτό τον ισχυρισμό. Όπως για παράδειγμα ότι οι 6 τους 10 δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα και ότι η πλειοψηφία δεν είναι ικανοποιημένη από τις συνθήκες εργασίας στην Ελλάδα.
Η επίσημη παρουσίαση της έρευνας από το ΕΚΤ, που έγινε αργά το βράδυ της ίδιας ημέρας, παραθέτει επιπλέον στοιχεία τα οποία σχηματίζουν μια ελαφρώς διαφορετική εικόνα.
Για παράδειγμα, η κυβερνητική διαρροή τόνιζε ότι το 20% ανέφερε ως βασική αιτία επιστροφής τη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης στην Ελλάδα και το 10% την πολιτική κατάσταση. «Ο ένας στους τρεις (30%) επέλεξε να γυρίσει στην πατρίδα του με κύριο γνώμονα τις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις», έγραφε χαρακτηριστικά.
Αν όμως «διαβάσει» κανείς την απάντηση αυτή αντίστροφα, αυτό σημαίνει ότι οι περισσότεροι παίρνουν την απόφαση επιστροφής αποδεχόμενοι το γεγονός ότι η δουλειά που θα βρουν θα είναι χειρότερη από αυτή που είχαν στο εξωτερικό.
Πράγματι, ενώ οι 6 στους 10 (58%) όταν εργάζονταν στο εξωτερικό είχαν μισθό από 3.000 ευρώ και πάνω, στην Ελλάδα πάνω από τους μισούς έχουν μεικτές μηνιαίες αποδοχές κάτω από 1500 ευρώ – δηλαδή λιγότερα από 1150 ευρώ καθαρά.
Πόλος έλξης η οικογένεια
Η παρουσίαση του ΕΚΤ δεν αναφέρεται καθόλου στους λόγους επιστροφής. Το μόνο που γράφει είναι ότι τα φορολογικά κίνητρα που δίνει η κυβέρνηση για όσους θα επιστρέψουν στην Ελλάδα, όπως ο μειωμένος φόρος εισοδήματος για 7 χρόνια, δεν έπαιξαν κανένα ρόλο για το 87% των επαναπατρισθέντων.
Με βάση προδημοσίευση της έρευνας («Κ» 26/10) το βασικό κίνητρο επιστροφής είναι η ανάγκη να βρίσκονται κοντά στην οικογένεια και τους φίλους, για το 82% των ερωτηθέντων. Ακολουθούν το κλίμα και το φυσικό περιβάλλον της Ελλάδας (63%), άλλοι προσωπικοί λόγοι (52%), απροσδόκητες αλλαγές στην οικογένεια ή την οικογενειακή κατάσταση (39%). Μόλις το 23% αναφέρει ότι γύρισε επειδή βρήκε δουλειά με αντίστοιχες απολαβές και προοπτικές με εκείνη του εξωτερικού.
Η οικογένεια είναι ο βασικός πόλος έλξης για τους επαναπατρισθέντες, καθώς το 67% είναι παντρεμένοι ή συζούν με τον/την σύντροφό τους και το 52% έχουν παιδιά.
Οι απαντήσεις που «κόπηκαν»
Ο κ. Λόης Λαμπριανίδης, οικονομικός γεωγράφος, αφ. καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και πρώην γεν. γραμματέας Ιδιωτικών Επενδύσεων στο υπ. Οικονομίας και Ανάπτυξης, έχει ασχοληθεί εκτενώς με το φαινόμενο του brain drain. Συμμετείχε στην εκπόνηση νέας σχετικής έρευνας, καταγράφοντας τα πρόσφατα δεδομένα για την Ελλάδα, τα οποία θα παρουσιάσει για πρώτη φορά σε ημερίδα του Ελληνικού Ιδρύματος Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ) για το φαινόμενου του brain drain-brain gain, στις 7 Νοεμβρίου.
Εν όψει της ημερίδας του ζητήσαμε να σχολιάσει τα ευρήματα της έρευνας του ΕΚΤ και τον τρόπο παρουσίασής τους από την κυβέρνηση.
Ο ίδιος εντοπίζει τα εξής, τα οποία παραλείφθηκαν από την παρουσίαση του κυβερνητικού εκπροσώπου και την αρχική διαρροή στα ΜΜΕ:
1. Το 89% των συμμετεχόντων μετανάστευσε για οικονομικούς ή επαγγελματικούς λόγους, ενώ το 82% επέστρεψε για συναισθηματικούς.
2. Το 60% των επαναπατρισμένων δυσκολεύεται οικονομικά, με το 53% να λαμβάνει μισθό κάτω των 1500 ευρώ.
3. Μόνο το 45% δηλώνει ικανοποιημένο από τις συνθήκες εργασίας.
4. Θεωρούν ως παράγοντες που θα διευκόλυναν πάρα πολύ τον επαναπατρισμό: Βελτίωση της λειτουργίας των θεσμών (62%), Περισσότερη αξιοκρατία στην αγορά εργασίας (62%), Εκσυγχρονισμό του κράτους (55%), Βελτίωση των οικονομικών συνθηκών (45%).
5. Μετά την επιστροφή, αυξάνεται το χάσμα μεταξύ δεξιοτήτων και θέσεων εργασίας, π.χ. μείωση του ποσοστού που εργάζονται ως διευθυντικά στελέχη από 23% στο εξωτερικό σε 16% στην Ελλάδα.
6. Οι επαναπατρισμένοι αξιολογούν θετικά μόνο την ποιότητα ζωής (56%), ενώ υπερισχύουν οι αρνητικές γνώμες για τις συνθήκες εργασίας (68%), το επενδυτικό κλίμα (65%), το οικονομικό κλίμα (64%) και την πολιτική σταθερότητα (55%)
7. Το 84% δεν αξιοποίησε τα φορολογικά κίνητρα της κυβέρνησης για τους παλινοστούντες.
Προβληματικός συλλογισμός
«Το brain drain όπως επανειλημμένα έχουμε δείξει οφείλεται στο αναπτυξιακό υπόδειγμα της χώρας που στηρίζεται στην παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών χαμηλής – μέσης προστιθέμενης αξίας και συνεπώς δεν δημιουργεί αρκετές θέσεις εργασίας για εξειδικευμένο προσωπικό. Για επιστρέψουν λοιπόν μαζικά πρέπει να αλλάξει αυτό κάτι που βέβαια δεν έχει συμβεί. Όπως δείχνουν τα στοιχεία οι επαναπατρισμένοι κρίνουν αρνητικά βασικούς τομείς της οικονομίας και πεδία εφαρμοσμένης πολιτικής, τα οποία σύμφωνα με τη βιβλιογραφία θα μπορούσαν να προσελκύσουν μετανάστες να επιστρέψουν στην πατρίδα», δηλώνει ο κ. Λαμπριανίδης.
«Ο υπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης και πολιτικός προϊστάμενος του ΕΚΤ αλλά και ο εκπρόσωπος τύπου της κυβέρνησης υποστηρίζουν ότι υπήρξε παλινόστηση λόγω των πολιτικών της ΝΔ. Όμως, η συσχέτιση της επιστροφής των Ελλήνων επιστημόνων με τις επιτυχημένες πολιτικές της κυβέρνησης είναι παραπλανητική, η αλληλουχία των γεγονότων δεν συνεπάγεται αιτιακή σύνδεση. Ο συλλογισμός «post hoc ergo propter hoc» (δηλ. «κατόπιν τούτου, άρα εξαιτίας τούτου») που υιοθετεί η κυβέρνηση είναι προβληματικός», συμπληρώνει ο καθηγητής.
Τέλος, αναφέρει δύο μεθοδολογικές παρατηρήσεις: «Η έρευνα περιλαμβάνει μόνο άτομα που επέστρεψαν, χωρίς να προσδιορίζει τις γενικές τάσεις επαναπατρισμού, ενώ στο δείγμα περιλαμβάνεται και το 21% αποφοίτων Λυκείου, παρά τον προσανατολισμό της έρευνας σε ειδικευμένους επιστήμονες».