Πριν μισό αιώνα, το 1973, ο τότε υπουργός Άμυνας του Ισραήλ, Μοσέ Νταγιάν, θα παραδεχόταν με πικρία ότι ο Ισραηλινός Στρατός, κόντεψε να εξοντωθεί από τον… Συριακό  μόλις τη δεύτερη μέρα του Γιομ Κιπούρ. Πως όμως, εν έτει 2024, εκείνο το ισχυρό στράτευμα κατέρρευσε σήμερα στα χέρια του Μπασάρ αλ Άσαντ, μόλις σε 10 ημέρες από τζιχαντιστές τρομοκράτες;

Υπενθυμίζεται ότι σε εκείνον τον πόλεμο, η ήττα της Δαμασκού -που διέθετε αξιόμαχο στράτευμα- ήρθε επειδή οι ισραηλινές εφεδρείες ενεπλάκησαν ταχύτατα, τα πληρώματα των ισραηλινών αρμάτων μάχης ήταν κάπως ανώτερα ποιοτικά και η ισραηλινή Αεροπορία κυριαρχούσε στους αιθέρες, αν και φτάνοντας στα όριά της λόγω των πυραύλων εδάφους-αέρος της Συρίας και της Αιγύπτου.

Εκείνες οι μέρες όμως παρήλθαν προ πολλού.

Στις 27 Νοεμβρίου του 2024, ενώ ο πρόεδρος Μπασάρ αλ Άσαντ βρισκόταν σε επίσκεψη στη Μόσχα, όταν τζιχαντιστές αντάρτες βγήκαν από τον θύλακα Ιντλίμπ στη βορειοδυτική Συρία και θέρισαν τον Συριακό στρατό σε περίπου 10 ημέρες.

Αυτή η κατάσταση, με τους Αλαουίτες να διοικούν τους Σουνίτες, υπήρχε στη Συρία από τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Ωστόσο, ο Μπασάρ είναι αυτό που λέμε, το «τέντωσε».

Εκ πρώτης όψεως, η γρήγορη κατάρρευση δεν είναι κάτι καινούργιο.

«Η ξαφνική, απροσδόκητη παράδοση του συριακού στρατού είναι μέρος μιας μακράς παράδοσης εξωτερικά ισχυρών, εσωτερικά εύθραυστων στρατών που καταρρέουν γρήγορα μπροστά στις προόδους των ανταρτών, προς έκπληξη σχεδόν όλων», λέει ο Στιούαρτ Ρέιντ από τη δεξαμενή σκέψης Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων.

Ο Ρέιντ υπενθυμίζει ότι το 2021, ο Αφγανικός Εθνικός Στρατός, αν και εκπαιδευμένος και εξοπλισμένος από τις ΗΠΑ –δαπάνες αξίας 83 δισ. δολ.- αναδιπλώθηκε μέσα σε λίγους μήνες καθώς οι Ταλιμπάν ανέβηκαν στην εξουσία.

Την ίδια χρονιά, οι αντάρτες Χούτι στην Υεμένη κατέλαβαν την πρωτεύουσα, τη Σαναά, μέσα σε λίγες μέρες και σύντομα ανέτρεψαν την κυβέρνηση του Αμπντ αλ-Ραμπ Μανσούρ αλ-Χαντί. Το ίδιο συνέβη στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία το 2013, όταν ο συνασπισμός των ανταρτών Séléka ανέτρεψε την κυβέρνηση μέσα σε λίγους μήνες, καταλαμβάνοντας την πρωτεύουσα, Bangui, με μικρή αντίσταση. Στα νότια, στο Ζαΐρ, οι δυνάμεις του Μομπούτου Σέσε Σέκο διαλύθηκαν το 1997 καθώς μια εξέγερση από τα ανατολικά σάρωσε τη χώρα.

Σε τι διαφέρει η Συρία

Στο Ιράκ, το 2014, ο στρατός του Νούρι Αλ Μαλίκι κατέρρευσε καθώς το Ισλαμικό Κράτος κατέλαβε μεγάλο μέρος της χώρας, συμπεριλαμβανομένης της Φαλούτζα και της Μοσούλης το 2014.

Στο Ιράκ, μάλιστα, μια ολόκληρη καλά εξοπλισμένη μεραρχία του στρατού τράπηκε σε φυγή, αφού είδε μερικές εκατοντάδες μαχητές του Ισλαμικού Κράτους να επιβιβάζονται σε φορτηγά. Μερικές εβδομάδες αργότερα οι επαναστάτες πολιορκούσαν ήδη τη Βαγδάτη από βορρά, δύση και νότο.

Παρ΄ όλα αυτά η ιρακινή κυβέρνηση κατάφερε να επιβιώσει.

Μπορεί να υπάρχουν κάποιες ομοιότητες μεταξύ Συρίας και Ιράκ, αλλά Ισραηλινός ομότιμος καθηγητής Ιστορίας της Μέσης Ανατολής στο Πανεπιστήμιο της Χάιφα, Αματζία Μπαράμ, εξηγεί ότι υπάρχουν πολύ βασικές διαφορές που μετέτρεψαν τον στρατό του Άσαντ σε σκορποχώρι.

Η κύρια διαφορά είναι ότι ο στρατός του Άσαντ βασιζόταν σε μια διοίκηση που αποτελείται σχεδόν εξ ολοκλήρου από μια μικρή σεχταριστική μειονότητα – τους Αλαουίτες, ενώ οι στρατιώτες ανήκαν κυρίως στη σουνιτική πλειοψηφία.

«Μόλις ο κρατικός στρατός λύγισε, οι Αλαουίτες δεν μπορούσαν να στρατολογήσουν τοπικές πολιτοφυλακές, εκτός από το στενό τμήμα των Αλαουιτών στη συριακή ακτή. Στο Ιράκ, ωστόσο, το κράτος θα μπορούσε να στρατολογήσει γρήγορα πολλές τοπικές πολιτοφυλακές στη Βαγδάτη και σε όλο τον τεράστιο σιιτικό νότο. Κακώς εκπαιδευμένοι καθώς ήταν, ήταν έτοιμοι να πολεμήσουν για τη ζωή τους: το σουνιτικό Iσλαμικό Κράτος κατέστησε ξεκάθαρα ότι, γι’ αυτούς, ένας καλός Σιίτης ήταν ένας νεκρός Σιίτης. Στη Συρία, αντίθετα, η σουνιτική πλειοψηφία δεν ήταν έτοιμη να υποστηρίξει το καθεστώς των Αλαουιτών. Μόλις ο κρατικός στρατός διαλύθηκε, η λαϊκή υποστήριξη προς τους «επαναστάτες» τους μετέφερε μέχρι τη Δαμασκό».

Η πίστη έναντι της αξιοκρατίας

Δεύτερον, ο Ισραηλινός ιστορικός το αποδείδει στην ανίκανη διοίκηση των Αλαουιτών, το χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης, τους χαμηλούς μισθούς σε μια οικονομία με αχαλίνωτο πληθωρισμό. «Για παράδειγμα, από το 2020, όταν οι κυρώσεις των ΗΠΑ άρχισαν να γίνονται αισθητές, ένα καρβέλι ψωμί έπρεπε να αρκεί για τρεις στρατιώτες για μια μέρα, δεν υπήρχε ρύζι και τυρί και ένας στρατιώτης δοκίμαζε κοτόπουλο μόνο δύο φορές το μήνα, συχνά ούτε καν αυτό. Οι συνθήκες διαβίωσης στις στρατιωτικές θέσεις που αντιμετώπιζε το Ισραήλ ήταν φρικτές, κάτι που θα μπορούσε να είχε συμβεί και αλλού. Η διαφθορά από την κορυφή διέρρευσε στο επίπεδο των αφεντικών της στρατιωτικής κουζίνας. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η ερήμωση ήταν ανεξέλεγκτη.

Πάνω από το 80% από τους 152 ανώτατους διοικητές όλων των συριακών ενόπλων δυνάμεων (σώμα, μεραρχία, διοικητές ταξιαρχιών κ.λπ.) ήταν Αλαουίτες, οι οποίοι δεν αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 12% του πληθυσμού της Συρίας. «Αυτό σήμαινε ότι οι ανώτατοι διοικητές δεν θα μπορούσαν να είναι οι καλύτεροι για τη δουλειά. Επιλέχθηκαν κυρίως για την πίστη τους. Επιπλέον, το αποτέλεσμα ήταν ένα βαθύ συναισθηματικό χάσμα μεταξύ αυτών και των στρατευμένων στην πλειοψηφία τους Σουνίτες. Αυτή η κατάσταση, με τους Αλαουίτες να διοικούν τους Σουνίτες, υπήρχε στη Συρία από τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Ωστόσο, ο Μπασάρ είναι αυτό που λέμε, το «τέντωσε».

Ο Ισραηλινός ιστορικός αναφέρει ότι ο ίδιος ο πατέρας του Μπασάρ, ο Χαφέζ αλ Άσαντ δεν δίσταζε ποτέ να διορίσει καλούς σουνίτες ή χριστιανούς ή Δρούζους διοικητές. Έτσι, για παράδειγμα, στον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ του 1973, ο υπουργός Άμυνας, στρατηγός Μουσταφά Τλας, ήταν σουνίτης και ο αρχηγός του επιτελείου ήταν χριστιανός. Υπήρχαν πολλοί Σουνίτες και μερικοί Δρούζοι και Χριστιανοί διοικητές μεραρχιών, ταξιαρχιών και ταγμάτων.

Δίχος αρχηγό Επιτελείου

Τρίτον, για αρκετά χρόνια ο συριακός στρατός δεν διέθετε αρχηγό επιτελείου. Επομένως, ο συντονισμός μεταξύ των διαφόρων τμημάτων του ήταν στην καλύτερη περίπτωση αδύναμος. Την παραμονή της εξέγερσης του Δεκέμβρη υπήρχε ένας επιτελάρχης, αλλά το 5ο Σώμα και η 4η Μεραρχία Τεθωρακισμένων συμπεριφέρονταν σαν να ανήκαν σε δύο διαφορετικούς στρατούς. Ο συριακός στρατός αποτελούνταν θεωρητικά από πέντε σώματα.

Ξέμεινε από προστάτες

Ο πιο σημαντικός παράγοντας πίσω από τις πρόσφατες καταρρεύσεις στρατών, είναι ο εξωτερικός παρά εσωτερικός, υποστηρίζει ο Ρέιντ, τονίζοντας ότι αυτό συνέβη και στη Συρία που έχασε τους προστάτες της. «Οι αδύναμες κυβερνήσεις χρειάζονται συνήθως βοήθεια για να διατηρήσουν τον έλεγχο της επικράτειας, και όταν οι ξένοι τραβούν την πρίζα, η απόσυρση της υποστήριξής τους μπορεί να είναι το τελευταίο τουβλάκι του Τζένγκα» λέει ο Ρέιντ.

«Η άμεση αιτία εξανέμισης του συριακού στρατού ήταν η απότομη μείωση της ξένης υποστήριξης» υπογραμμίζει ο Ρέιντ. Η Ρωσία ήταν δευσμευμένη στην Ουκρανία. Η πολεμική της αεροπορία δεν μπόρεσε να επαναλάβει το μπαράζ των αεροπορικών επιδρομών που έσωσαν τον Άσαντ το 2015. Η Χεζμπολάχ τρελάθηκε από τα πλήγματα του Ισραήλ εναντίον της στον Λίβανο, συμπεριλαμβανομένης της επίθεσης με έκρηξη τηλεειδοποίησης, και δεν μπορούσε πλέον να παρέχει τον αριθμό των μαχητικών που είχε κάποτε. Το Ιράν, επίσης, επούλωνε τις πληγές του από τα ισραηλινά χτυπήματα και απέσυρε γρήγορα τις στρατιωτικές του δυνάμεις από τη Συρία». H δε ελεγχόμενη από το Αφγανιστάν Ιράν πολιτοφυλακή Liwa al-Fatemiyoun και η πακιστανική πολιτοφυλακή Liwa al-Zainebiyoun αριθμούσαν τουλάχιστον 20.000 μαχητές απουσίαζαν από το πεδίο της μάχης.

Αιφνιδιάστηκαν ακόμα και οι Ισραηλινοί

Πράγματι, αυτό υπογραμμίζει κατά κάποιο τρόπο και ο Μπαράμ, τονίζοντας ότι ο Άσαντ δεν αξιοποίησε την εξωτερική βοήθεια ενώ οι σύμμαχοί του τελικά δεν μπορούσαν να βασιστούν σοβαρά στον παρηκμασμένο συριακό στρατό όσο και αν προωσπαθούσαν. «Η Ρωσία και το Ιράν μάλλον άκουγαν τι είχαν να πουν οι συριακές μυστικές υπηρεσίες. Αυτό που δεν συνειδητοποίησαν ήταν ότι το συριακό σύστημα πληροφοριών ήταν τυφλό και κωφό. Αυτό θυμίζει κάπως την αμερικανική εξάρτηση από τις πληροφορίες του SAVAK τις τελευταίες ημέρες του Σάχη του Ιράν. Στις αρχές Δεκεμβρίου του 2024 η Τεχεράνη έπεσε στην ίδια παγίδα βασισμένη στις πληροφορίες του καθεστώτος» λέει ο Μπαράμ.

Ο ιστορικός μάλιστα λέει χαρακτηριστικά πόσο εξορισμένοι πρέπει να είναι οι Ιρανοί με την ανικανότητα του Άσαντ. «Σήμερα οι ήχοι κατηγοριών από την Τεχεράνη ακούγονται στο σπίτι μου στη Χάιφα του Ισραήλ» αναφέρει.

Η ανικανότητα της Δαμασκού αιφνιδίασε ακόμα και τις ισραηλινές υπηρεσίες. «Οι μυστικές υπηρεσίες του Ισραήλ ήταν πιθανώς απασχολημένες με τη Χαμάς, τους ομήρους, το Ιράν και τη Χεζμπολάχ. Ακόμη πιο περίεργο, κανείς δεν κοίταζε τον θύλακα των ανταρτών της Ιντλίμπ και τι έκανε η Τουρκία εκεί» σημειώνει.

Πηγές: National Interest, Weapons and Strategy



Source link

Από skopelostv

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *