Το 2025, όπως όλα φαίνονται θα είναι το τελευταίο πλήρες έτος, που ο Τζερόμ Πάουελ θα βρίσκεται στο τιμόνι της Fed, καθώς η δεύτερη θητεία του λήγει το Μάιο του 2026.
Ο νέος ένοικος του Λευκού Οίκου, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του είχε πολλές φορές επαναλάβει ότι έχει στόχο να μειώσει τα επιτόκια για να ανακουφίσει τα νοικοκυριά από το άχθος των στεγαστικών δανείων, ενισχύοντας την άποψη ότι θα συγκρουστεί με το Πάουελ για τη νομισματική πολιτική.
Ο επικεφαλής της Fed, ως ήταν αναμενόμενο, ρωτήθηκε στην πρώτη συνέντευξη Τύπου μετά την επικράτηση του Τραμπ και είπε ότι δεν θα παραιτηθεί αν του το ζητήσει ο πρόεδρος ενώ διευκρίνισε ότι μια προσπάθεια απομάκρυνσής του πριν από τη λήξη της θητείας του «δεν επιτρέπεται από το νόμο».
Με τη σειρά του ο Ντόναλντ Τραμπ ερωτηθείς σχετικά σε συνέντευξή του στο NBC News με το εάν είναι στις προθέσεις του να απομακρύνει τον πρόεδρο της Fed, απάντησε: «Όχι, δεν νομίζω. Δεν το βλέπω».
Ο Τραμπ πρόσθεσε ότι δεν πιστεύει πως ο Πάουελ, με τον οποίο είχε έρθει σε ρήξη στο παρελθόν για το ύψος των επιτοκίων, θα αποχωρούσε ήσυχα.
«Νομίζω ότι αν του έδινα εντολή [να φύγει], θα το έκανε. Αλλά αν του το ζητούσα, μάλλον δεν θα το έκανε», είπε συγκεκριμένα.
Οι δημόσιες δηλώσεις των δύο ανδρών αφενός καθιστούν εύλογο το συμπέρασμα ότι δεν θα ανανεωθεί η θητεία του Πάουελ για τρίτη φορά και αφενός ότι υπάρχει έδαφος για μελλοντικές συγκρούσεις. Θα εξαρτηθεί από το αν ο Τραμπ θα παραβιάσει τα όρια που ήδη έχει θέσει ο Πάουελ με τις μέχρι τώρα τοποθετήσεις του κι αυτά αφορούν την ανεξαρτησία της Fed και την επίτευξη του διπλού στόχου για σταθερότητα των τιμών και την επίτευξη της μέγιστης απασχόλησης.
Για τον Πάουελ, η ικανότητα της Fed να αποτρέψει μια περαιτέρω αδυναμία στην αγορά εργασίας και να επιτύχει μια «ήπια προσγείωση» θα είναι καθοριστική για την υστεροφημία, καθώς πλοηγεί το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα μέσα από τη μεγαλύτερη συρρίκνωση μετά τη Μεγάλη Ύφεση και τη χειρότερη κρίση πληθωρισμού των τελευταίων δεκαετιών.
Εικάζοντας ότι το 2025 θα θέλει να επιτύχει μια σειρά από στόχους που θα σφραγίσουν την τελευταία ολόκληρη χρονιά με επιτυχία για την προεδρία του οι προκλήσεις που έχει μπροστά είναι οι ακόλουθες:
Ο ρυθμός αποκλιμάκωσης των επιτοκίων
Η κύρια αποστολή του Πάουελ είναι «η ολοκλήρωση της «ήπιας προσγείωσης» με πληθωρισμό στο 2% και πλήρη απασχόληση, σε μια εποχή που είναι πιθανό να είναι πιο δύσκολη» με φορολογικές, δασμολογικές και μεταναστευτικές πολιτικές που θα μπορούσαν να κάνουν το οικονομικό τοπίο πιο δυσνόητο να διαβαστεί, εξηγεί στο Reuters ο Ντόναλντ Κον, πρώην αντιπρόεδρος της Fed, ο οποίος τώρα είναι ανώτερος συνεργάτης στο Ινστιτούτο Brookings.
Παρά τις επικρίσεις που δέχθηκε η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ ότι καθυστέρησε να αυξήσει τα επιτόκια, καθώς είχε υιοθετήσει το αφήγημα των παροδικών πληθωριστικών πιέσεων μόλις ο πληθωρισμός επιταχύνθηκε το 2021, η επιθετική σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής και η επιστροφή της παγκόσμιας οικονομίας σε πιο φυσιολογικές βάσεις μετά την πανδημία έφεραν τον πληθωρισμό κοντά στον στόχο του 2%.
Αλλά η δουλειά δεν έχει τελειώσει. Κατά τη διάρκεια του επόμενου έτους ο Πάουελ θα πρέπει να καθοδηγήσει τη συζήτηση μεταξύ των φορέων χάραξης πολιτικής σχετικά με το πότε θα σταματήσουν οι μειώσεις των επιτοκίων χωρίς να προχωρήσουν τόσο πολύ ώστε να ανακάμψει ο πληθωρισμός ή να προχωρήσουν τόσο αργά ώστε να αρχίσει να παρακμάζει η αγορά εργασίας. Στην εξίσωση αυτή που ήταν έτσι κι αλλιώς το επίδικο της κεντρικής τράπεζας για το 2025 μπαίνει μια νέα μεταβλητή, που είναι η οικονομική πολιτική που θα ακολουθήσει η κυβέρνηση Τραμπ.
Το θολό δημοσιονομικό τοπίο
Ο Ντόναλντ Τραμπ στο προεκλογικό του πρόγραμμα έχει περιλάβει αλλαγές στη φορολογική, εμπορική, μεταναστευτική και ρυθμιστική πολιτική, οι οποίες θα μπορούσαν να καταστήσουν πιο δύσκολο το έργο της Fed για τη διατήρηση σταθερών τιμών και πλήρους απασχόλησης.
Με μια οικονομία που πιθανότατα λειτουργεί στο δυναμικό της ή πάνω από αυτό, η μείωση των φόρων ή η χαλάρωση των κανονισμών θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν τις πληθωριστικές πιέσεις ενισχύοντας ακόμη περισσότερο τη ζήτηση και την ανάπτυξη. Μια εκτεταμένη απέλαση μεταναστών θα μπορούσε να περιορίσει την προσφορά εργασίας και να ασκήσει ανοδικές πιέσεις στους μισθούς και τις τιμές ενώ οι δασμοί εκτιμάται ότι θα αυξήσουν το κόστος των εισαγόμενων αγαθών.
Αλλά οι επιπτώσεις δεν θα είναι μονόπλευρες. Οι υψηλότερες τιμές των εισαγωγών θα μπορούσαν να αποδυναμώσουν τη ζήτηση ή να στρέψουν τους καταναλωτές σε τοπικά προϊόντα. Σε αυτό το πλαίσιο η Fed καλείται να κατανοήσει τον πλήρη αντίκτυπο των πολιτικών που αναμένεται να χρειαστούν χρόνο για να θεσπιστούν και να εφαρμοστούν.
Ο καθορισμός του πώς όλα αυτά θα επηρεάζουν τον πληθωρισμό και το ποσοστό ανεργίας εκτιμάται ότι θα είναι μία από τις κύριες προκλήσεις του Πάουελ για την τελευταία φάση της ηγεσίας του στην κεντρική τράπεζα.
Η αυλαία της ποσοτικής σύσφιγξης
Η κεντρική τράπεζα κατά την περίοδο της πανδημίας στο πλαίσιο της ποσοτικής χαλάρωσης που είχε στόχο την εξισορρόπηση των αγορών και την ενίσχυση της οικονομίας αγόραζε με γοργούς ρυθμούς ομόλογα και τίτλους που εξασφαλίζονται με ενυπόθηκα δάνεια.
Τώρα η κεντρική τράπεζα συρρικνώνει τον ισολογισμό της καθώς λήγουν οι τίτλοι που ωριμάζουν και δεν επανενδύει, μια διαδικασία γνωστή ως ποσοτική σύσφιγξη. Οι τίτλοι διαγράφονται από τον ισολογισμό της, μειώνοντας σταδιακά την κυκλοφορία χρήματος με στόχο να αποτραπεί η υπερθέρμανση της οικονομίας και να ελεγχθεί ο πληθωρισμός.
Ωστόσο υπάρχει ένα όριο στο πόσο μπορεί να συρρικνωθεί ο ισολογισμός κι αυτό είναι να μην στερηθεί αποθεματικά το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Σε κάθε περίπτωση, ο Πάουελ και οι συνάδελφοί του θα ήθελαν η εκκαθάριση να συνεχιστεί όσο το δυνατόν περισσότερο, ωστόσο θέλουν επίσης να αποφύγουν να διαταράξουν την αμερικανική αγορά βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης (repos),, όπως συνέβη το 2019.
Η εύρεση του σωστού σημείου διακοπής και η απόφαση για τον τρόπο διαχείρισης του ισολογισμού στο μέλλον είναι ένα κομμάτι των εκκρεμοτήτων από τη χρηματοπιστωτική διάσωση που σχετίζεται με την πανδημία, το οποίο ο Πάουελ πρέπει να ολοκληρώσει για να επιστρέψει η νομισματική πολιτική στο «κανονικό».
Στο ζύγι η στρατηγική της νομισματικής πολιτικής
Μέρος της κληρονομιάς του Πάουελ θα συνδεθεί με τις αλλαγές στη στρατηγική της νομισματικής πολιτικής που συζήτησε η Fed το 2019 και ενέκρινε το 2020, όταν η πανδημία είχε μετατοπίσει το επίκεντρο της κεντρικής τράπεζας στη διαχείριση της μαζικής ανεργίας.
Έχοντας ως πλαίσιο την προηγούμενη δεκαετία χαμηλού πληθωρισμού, οι κεντρικοί τραπεζίτες υιοθέτησαν ένα νέο πλαίσιο λειτουργίας που έδινε μεγαλύτερη βαρύτητα στην ανάκαμψη της απασχόλησης και δεσμεύτηκαν να χρησιμοποιήσουν περιόδους υψηλού πληθωρισμού για να αντισταθμίσουν τις προηγούμενες αστοχίες στον πληθωρισμό.
Ο Πάουελ έχει αναγνωρίσει ότι οι αλλαγές που επέβλεψε το 2020 ήταν υπερβολικά επικεντρωμένες σε ένα πιθανότατα μοναδικό σύνολο συνθηκών και μια επανεξέταση φέτος θα καθορίσει εάν το πλαίσιο θα πρέπει να τροποποιηθεί εκ νέου.
Η πρόκληση είναι, όπως αναφέρει το Reuters, πώς θα διασφαλιστεί ότι οι κατευθυντήριες γραμμές λειτουργίας θα αποφύγουν την υπερβολική δέσμευση σε μία από τις δύο εντολές της Fed.
«Εάν η Fed βγει από αυτό το επεισόδιο με μειωμένη εστίαση στην απασχόληση σε σχέση με τον πληθωρισμό, κινδυνεύουμε να επιστρέψουμε σε ένα περιβάλλον όπου ο πληθωρισμός υπολείπεται του στόχου και η ανάκαμψη της απασχόλησης από τις υφέσεις διαρκεί περισσότερο από όσο χρειάζεται» σημειώνει ο Ed Al-Hussainy, ανώτερος στρατηγικός αναλυτής για τα παγκόσμια επιτόκια στην Columbia Threadneedle.
Αποφυγή κανονιστικού πολέμου
Ο Τραμπ έχει διαμηνύσει πολλές φορές ότι δεν είναι οπαδός της περισσότερης ρύθμισης και δεν είναι λίγοι που αναμένουν ότι η κυβέρνηση του μπορεί να αναθεωρήσει τον τρόπο ρύθμισης των τραπεζών. Αυτή ήταν και η αντίδραση της Wall Street που έστειλε τις τραπεζικές μετοχές υψηλότερα μετά την επικράτηση Τραμπ καθώς η χαλάρωση των ρυθμίσεων θα μπορούσε να ενισχύσει την κερδοφορία των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Ωστόσο ο τραπεζικός τομέας είναι «τα χωράφια» της κεντρικής τράπεζας, καθώς έχει άμεσα ευθύνη ως εποπτική αρχή αλλά ευρύτερα συμφέροντα για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και τη νομισματική πολιτική ως «δανειστής έσχατης καταφυγής» της οικονομίας σε κατά τα άλλα φερέγγυα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που αντιμετωπίζουν πιέσεις στην αγορά.
Ο Πάουελ επικέντρωσε μεγάλο μέρος της ενέργειάς του ως επικεφαλής της Fed στην οικοδόμηση σχέσεων με μέλη του Κογκρέσου, και οι δεσμοί αυτοί μπορεί να είναι σημαντικοί καθώς οι νομοθέτες συζητούν πιθανές αλλαγές στους τραπεζικούς κανονισμούς και την εποπτική δομή που χρησιμοποιείται για την επιβολή τους.
«Υποψιάζομαι ότι θα υπάρξουν κάποιες σημαντικές πιέσεις από την κυβέρνηση Τραμπ για να αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο η ομοσπονδιακή κυβέρνηση εφαρμόζει τη χρηματοπιστωτική πολιτική» σημειώνει ο Ντέιβιντ Μπέκγουορθ, ανώτερος ερευνητής στο Κέντρο Mercatus του Πανεπιστημίου George Mason. «Μπορεί επίσης να υπάρξουν εκκλήσεις για τη μεταρρύθμιση της Fed συνολικά. Ελπίζω ο πρόεδρος Πάουελ … να θέσει τη Fed στην καλύτερη δυνατή θέση για να αντιμετωπίσει τις δυνητικά μεγάλες αλλαγές».
Για όλους τους παραπάνω λόγους η σημερινή καθιερωμένη συνέντευξη Τύπου του Τζερόμ Πάουελ, η τελευταία με κυβέρνηση Μπάιντεν έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς αγορές και οικονομολόγοι θα εστιάσουν στα σχόλια και τις απαντήσεις τους αναζητώντας μια πρόγευση για το 2025.
Πηγή: ot.gr