Συστάσεις για την ελληνική κυβέρνηση περιλαμβάνει έκθεση της Allianz Trade, η οποία δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα. Παρά τη γενικά θετική εικόνα για την ελληνική οικονομία, υπάρχουν ζητήματα, τα οποία θα πρέπει να επιλυθούν, ενώ προβλέπει την ανάπτυξη της Ελλάδας στο 1,7% φέτος και 1,5% το 2026.

Η έκθεση του γερμανικού ασφαλιστικού κολοσσού με τίτλο «Country Atlas» αξιολογεί την Ελλάδα ως χώρα μεσαίου ρίσκου για τις επενδύσεις των επιχειρήσεων.

Η Ελλάδα έχει ένα από τα πιο περιοριστικά και αυστηρά ρυθμιζόμενο επιχειρηματικό περιβάλλον, ενώ η διαφθορά στη δημόσια διοίκηση θεωρείται ότι εξακολουθεί να είναι σχετικά υψηλή

Allianz Trade: Πολύπλοκο το επιχειρηματικό περιβάλλον

Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη έκθεση, το επιχειρηματικό περιβάλλον στην Ελλάδα έχει βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια αλλά παραμένει ιδιαιτέρως εποπτευόμενο και πολύπλοκο. Η ψηφιοποίηση της δημόσιων υπηρεσιών, η μείωση των εταιρικών φόρων, η ενοποίηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και η μεταρρύθμιση των εργασιακών σχέσεων αλλά και των αγορών προϊόντων έχουν βοηθήσει. Ωστόσο, η Ελλάδα έχει επίσης ένα από τα πιο βραδυκίνητα δικαστικά συστήματα στην Ευρώπη.

Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η Ελλάδα έχει ένα από τα πιο περιοριστικά και αυστηρά ρυθμιζόμενο επιχειρηματικό περιβάλλον, ενώ η διαφθορά στη δημόσια διοίκηση θεωρείται ότι εξακολουθεί να είναι σχετικά υψηλή, όπως τονίζει η έκθεση της Allianz.

Σύμφωνα με την Allianz, πολλά από τα παραπάνω θα πρέπει να αντιμετωπιστούν από τις μεταρρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στην υλοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης.

Όμως, η έκθεση δε σταματά εκεί. Το ιδιωτικό χρέος ενδέχεται να αποτελέσει και πάλι πρόβλημα για τη χώρα μας ως συνέπεια των αυστηρότερων χρηματοπιστωτικών συνθηκών, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις του φορέα, ενώ το δημόσιο χρέος παραμένει υψηλό και θα παραμείνει πάνω από 60% για μεγάλο χρονικό διάστημα

Ακόμη, ο οίκος διαπιστώνει υψηλή εξάρτηση από τον τουρισμό τόσο σε όρους ΑΕΠ όσο και απασχόλησης, σημειώνοντας ότι απαιτούνται διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.

Αν και η η οικονομία παρέμεινε ανθεκτική παρά τα υψηλά επιτόκια και την ασθενέστερη εξωτερική ζήτηση, οι οικονομολόγοι της Allianz παραμένουν επιφυλακτικοί όσον αφορά την προοπτικές

Η θετική εικόνα και το ΑΕΠ

Πάντως, η έκθεση της Allianz καταγράφει και τη θετική εικόνα της Ελλάδας. Σύμφωνα με αυτή, το 2024, η ελληνική οικονομία συνέχισε να αναπτύσσεται με πολύ ταχύτερο ρυθμό από ό,τι η ευρωζώνη (+2,2% έναντι +0,7% ), υποβοηθούμενη από τη σταθερή ιδιωτική κατανάλωση, τη συνεχιζόμενη συσσώρευση αποθεμάτων και την αύξηση των εξαγωγών.

Αν και η η οικονομία παρέμεινε ανθεκτική παρά τα υψηλά επιτόκια και την ασθενέστερη εξωτερική ζήτηση, οι οικονομολόγοι της Allianz παραμένουν επιφυλακτικοί όσον αφορά την προοπτικές: Η πρόβλεψη καταγράφει ότι το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά +1,7% το 2025 και +1,5% το 2026.

Οι επενδύσεις σημείωσαν σταθερές επιδόσεις το 2021-2022, αλλά σταθεροποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του 2023 και του 2024, υπερδιπλασιάζοντας σε σύγκριση με τις επίπεδα πριν από την εποχή του Covid. Επιπλέον, οι εισροές από το Ταμείο Ανάκαμψης θα παράσχουν κάποια στήριξη τα επόμενα χρόνια.

Πράγματι, η Ελλάδα είναι ένας από τους σημαντικότερους δικαιούχους του Ταμείο και αναμένεται να κινητοποιήσει περίπου 36 δισ. ευρώ έως το 2026 και έχει λάβει μέχρι στιγμής λιγότερο από το 50% των διατιθέμενων πόρων. Αυτό θα δημιουργήσει μια πρόσθετη ώθηση για τη δημόσια και ιδιωτική επενδύσεις.

Η ιδιωτική κατανάλωση αποδείχθηκε ανθεκτική καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου της αυξημένης αβεβαιότητας και της ανόδου των επιτοκίων, υποβοηθούμενη από την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού και την ανάκαμψη των πραγματικών εισοδημάτων.

Η δημοσιονομική πειθαρχία σε συνδυασμό με το περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού μείωσε το δημόσιο χρέος από 209,4% το 2020 σε 163,9% το 2023

Τουρισμός, δημόσια οικονομικά και πληθωρισμός

Σύμφωνα πάντα με την έκθεση της Allianz, η δραστηριότητα του τουρισμού παρείχε επίσης στήριξη, με το 2024 να κλείνει με αριθμό ρεκόρ επισκεπτών και έσοδα, που εκτιμώνται σε 22 δισ. ευρώ, από 20 δισ. ευρώ το 2023 (18 δισ. ευρώ το 2019).

Τα δημόσια οικονομικά επηρεάστηκαν τόσο από την πανδημία όσο και από τα μέτρα στήριξης που σχετίζονται με την ενεργειακή κρίση. Το δημοσιονομική έλλειμμα μειώθηκε περαιτέρω το 2023 σε 1,3% και αναμένεται να βελτιωθεί το 2025, προτού επιστρέψει σε πλεόνασμα το 2026, χάρη στη συνέχιση της υγιούς δημοσιονομικής πολιτικής.

Η δημοσιονομική πειθαρχία σε συνδυασμό με το περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού μείωσε το δημόσιο χρέος από 209,4% το 2020 σε 163,9% το 2023. Ως εκ τούτου, η Ελλάδα γνώρισε πρόσφατα μια σειρά αναβαθμίσεων της πιστοληπτικής της ικανότητας, μετά από 13 χρόνια στην κατηγορία «σκουπίδια». Επιπλέον, το μεγαλύτερο μέρος του δημόσιου χρέους παραμένει σε επίσημα χέρια και έχει εξασφαλιστεί μεγάλη διάρκεια, οπότε οι κίνδυνοι αμβλύνονται.

Η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής θα δώσει κάποια ανάσα. Οι πιέσεις στις τιμές υποχώρησαν αισθητά το 2023, αλλά η τάση ομαλοποιήθηκε το 2024, με τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή να διαμορφώνεται κατά μέσο όρο σε 2,7% ετησίως. Ο πληθωρισμός αναμένεται να φθάσει τον στόχο της ΕΚΤ το 2025 (πέριξ του 2%).

Ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων στην Ελλάδα μειώθηκε από 47,6% το 2017 σε 4,3% το γ΄ τρίμηνο του 2024, αλλά το μεγαλύτερο μέρος των δανείων αυτών παραμένει στην ελληνική οικονομία, καθώς έχουν μετακινηθεί από τον τραπεζικό τομέα στα funds

Αγορά εργασίας

Η αγορά εργασίας γνώρισε σταθερή ανάκαμψη, με το ποσοστό ανεργίας να μειώνεται στο 9% το γ΄ τρίμηνο του 2024, επιστρέφοντας στα επίπεδα που παρατηρούνταν πριν από την κρίση δημόσιου χρέους. Η κινητήρια δύναμη πίσω από αυτή την αξιοσημείωτη βελτίωση ήταν η μείωση των του αριθμού των ανέργων. Με την αύξηση των ονομαστικών μισθών και την επιβράδυνση του πληθωρισμού, οι πραγματικές αποδοχές των εργαζομένων έχουν αρχίσει να ανακάμπτουν και να στηρίζουν την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών.

Τράπεζες και ιδιωτικό χρέος

Ο ελληνικός τραπεζικός τομέας έχει μειώσει έντονα την επιβάρυνσή από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, ενισχύοντας την ικανότητά του να παρέχει δάνεια στην πραγματική οικονομία, ιδίως στις επιχειρήσεις, κατά την τελευταία δεκαετία. Ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων στην Ελλάδα μειώθηκε από 47,6% το 2017 σε 4,3% το γ΄ τρίμηνο του 2024, αλλά το μεγαλύτερο μέρος των δανείων αυτών παραμένει στην ελληνική οικονομία, καθώς έχουν μετακινηθεί από τον τραπεζικό τομέα στα funds. Τέλος, το χρέος του ιδιωτικού τομέα μειώθηκε αισθητά στο 99% του ΑΕΠ το 2022 (από 125% το 2020).

Πηγή: ΟΤ



Source link

Από skopelostv

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *