Οι ηγέτες της ΕΕ συμφώνησαν στη σύνοδο κορυφής με τον Βρετανό πρωθυπουργό Κιρ Στάρμερ στις Βρυξέλλες, αυτή την εβδομάδα, ότι χρειάζονται επειγόντως πολύ περισσότερες δαπάνες για τη στήριξη της Ουκρανίας και την ενίσχυση της άμυνας της Ευρώπης. Όμως, δεν έχουν ακόμη συνειδητοποιήσει πώς θα τις χρηματοδοτήσουν, πώς θα τις δαπανήσουν ή και πώς θα τις στελεχώσουν.
Σχεδόν τρία χρόνια μετά την πλήρους κλίμακας εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία που ανέτρεψε την ευρωπαϊκή ασφάλεια, απαιτείται μια άμεση και διαρκής αύξηση των αμυντικών επενδύσεων για τον επανεξοπλισμό του Κιέβου και την προστασία της ευρωπαϊκής ηπείρου από τη ρωσική επιθετικότητα και την κινεζική διεκδικητικότητα.
Θα ήταν κοινωνικά απαράδεκτο και πολιτικά αυτοκτονικό στις περισσότερες δυτικοευρωπαϊκές χώρες να χρηματοδοτήσουν μια αύξηση των αμυντικών δαπανών σε καιρό ειρήνης με περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες
Ορισμένοι στρατιωτικοί διοικητές και υπηρεσίες πληροφοριών δήλωσαν ότι η Ευρώπη μπορεί να έχει μόλις τρία έως πέντε χρόνια για να προετοιμαστεί για μια πιθανή ρωσική επίθεση σε μια χώρα του ΝΑΤΟ. Άλλοι βλέπουν ένα μεγαλύτερο χρονοδιάγραμμα, ίσως οκτώ ετών, ως αποτέλεσμα των μεγάλων απωλειών της Μόσχας στην Ουκρανία.
Από τη μία ο Πούτιν, από την άλλη το δίδυμο Τραμπ-Μασκ
Δεδομένου του τρόπου, όμως, με τον οποίο ο Βλαντίμιρ Πούτιν έχει σκληρύνει την αναθεωρητική ιδεολογία του, έχει οικοδομήσει μια πολεμική οικονομία και έχει δημιουργήσει στρατηγικές συνεργασίες με την Κίνα, το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα, σε συνδυασμό με την αμφιλεγόμενη – έως και επικίνδυνη – προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, ο κίνδυνος μιας αντιπαράθεσης αυξάνεται.
Η Ευρώπη βρίσκεται ήδη αντιμέτωπη με τον ρωσικό μυστικό πόλεμο μέσα και γύρω από το έδαφος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, με όλο και πιο συχνές πράξεις δολιοφθοράς, κυβερνοεπιθέσεις, παραπληροφόρηση, παρεμβάσεις στις εκλογές και απόπειρες δολοφονίας. Μόνο τις τελευταίες εβδομάδες, ρωσικά και κινεζικά πλοία έχουν κατασχεθεί με την υποψία ότι έκοψαν επανειλημμένα υποθαλάσσια καλώδια στη Βαλτική Θάλασσα.
Παράλληλα, η ΕΕ είναι πλέον αντιμέτωπη με τις παρεμβάσεις του Έλον Μασκ υπέρ της ακροδεξιάς στην Ευρώπη, με το «δεξί χέρι» του Τραμπ να επιχειρεί να παρέμβει σε εθνικές εκλογές ευρωπαϊκών κρατών.
Οι δημοσιονομικοί περιορισμοί «αγκάθι» για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας
Ωστόσο, ενώ η επιτακτική ανάγκη για την οικοδόμηση της στρατιωτικής αποτροπής της Ευρώπης αναγνωρίζεται ευρέως μετά από τρεις δεκαετίες παραμέλησης, οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες αντιμετωπίζουν δημοσιονομικούς περιορισμούς λόγω της χαμηλής οικονομικής ανάπτυξης, των υψηλών τιμών της ενέργειας και των αυτοεπιβαλλόμενων δημοσιονομικών κανόνων για το έλλειμμα.
Και παρότι χρειάζονται περισσότερα χρήματα για την άμυνα τώρα, οι πολιτικοί δεν τολμούν – ευτυχώς – να τα πάρουν από τις συντάξεις, την υγειονομική περίθαλψη, την εκπαίδευση ή την πρόνοια, προς το παρόν τουλάχιστον.
Οι ηγέτες της ΕΕ συμφώνησαν την Δευτέρα να διερευνήσουν τη χαλάρωση των αυστηρών δημοσιονομικών τους κανόνων, ώστε να επιτρέψουν μια σημαντική αύξηση των εθνικών αμυντικών δαπανών, ίσως εξαιρώντας ορισμένες ή όλες τις στρατιωτικές δαπάνες από τους υπολογισμούς του χρέους και του ελλείμματος, όπως έχει προτείνει ο Έλληνας πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, ή χρησιμοποιώντας μια ρήτρα εξαίρεσης έκτακτης ανάγκης – μια παραχώρηση από τα δημοσιονομικά «γεράκια» όπως είναι οι Γερμανοί και οι Ολλανδοί. Αλλά αυτό δεν θα έφερνε αρκετά γρήγορα τα επιπλέον χρήματα που χρειάζονται.
Η προφανής απάντηση, υποστηρίζει ο Paul Taylor, από το Κέντρο Ευρωπαϊκής Πολιτικής, με ανάλυσή του στον Guardian, είναι να δανειστούμε τώρα και να αποπληρώσουμε από τους μελλοντικούς αμυντικούς προϋπολογισμούς.
Η περίπτωση της Γερμανίας
Η Γερμανία δημιούργησε ένα ειδικό ταμείο 100 δισ. ευρώ μέσω εθνικού δανεισμού το 2022, για να αρχίσει να αναπληρώνει τον φθαρμένο εξοπλισμό των ενόπλων δυνάμεών της. Όταν το πρόγραμμα αυτό εξαντληθεί το 2027, το Βερολίνο αντιμετωπίζει μια ετήσια «τρύπα» 30 έως 40 δισ. ευρώ στον αμυντικό προϋπολογισμό του, μόνο και μόνο για να ανταποκριθεί στον υφιστάμενο στόχο του ΝΑΤΟ για 2% του ΑΕΠ, πόσο μάλλον στον υψηλότερο στόχο του 3% ή και περισσότερο, ο οποίος είναι πιθανό να τεθεί στη σύνοδο κορυφής της Συμμαχίας τον Ιούνιο.
Η διπλή πρόκληση μετά τις γερμανικές εκλογές της 23ης Φεβρουαρίου θα είναι να πεισθεί η νέα κυβέρνηση του Βερολίνου να ξεπεράσει την αποστροφή της για δανεισμό και να πεισθεί ότι ο δανεισμός με τους Ευρωπαίους εταίρους θα αποφέρει περισσότερα οφέλη για το ευρώ και ίσως περισσότερες παραγγελίες για τις γερμανικές αμυντικές εταιρείες από ό,τι ο δανεισμός σε εθνικό επίπεδο. Το πρώτο φαίνεται ευκολότερο από το δεύτερο.
Απαράδεκτο να χρηματοδοτήσουν αμυντικές δαπάνες με περικοπές στις κοινωνικές
Ιστορικά, οι πόλεμοι γίνονταν σχεδόν πάντα με… πίστωση. Το Ηνωμένο Βασίλειο αποπλήρωσε το τελευταίο δάνειο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το 2015, σχεδόν έναν αιώνα μετά τη λήξη της σύγκρουσης, εκδίδοντας νέα ομόλογα.
Θα ήταν κοινωνικά απαράδεκτο και πολιτικά αυτοκτονικό στις περισσότερες δυτικοευρωπαϊκές χώρες να χρηματοδοτήσουν μια αύξηση των αμυντικών δαπανών σε καιρό ειρήνης με περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες. Μόνο οι χώρες που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή με την Ρωσία έχουν αυξήσει τις δαπάνες τους πολύ πέραν του στόχου του ΝΑΤΟ, με την Πολωνία να φτάνει το 4,1% του ΑΕΠ πέρυσι, εν μέρει χάρη στην υγιή οικονομική της ανάπτυξη.
Ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, υποστηρίζει ότι αν οι ευρωπαϊκές χώρες απλώς δαπανήσουν περισσότερα για την άμυνα, χωρίς να μεταρρυθμίσουν τα απαρχαιωμένα εθνικά συστήματα προμηθειών, ακόμη και το 4% δεν θα είναι αρκετό. Ένα «μεγάλο μπαμ» στις ευρωπαϊκές στρατιωτικές ικανότητες και το προσωπικό είναι εφικτό την επόμενη δεκαετία, αλλά μόνο αν οι Ευρωπαίοι ξοδέψουν τις αυξημένες αμυντικές επενδύσεις τους με πολύ πιο έξυπνο και συνεργατικό τρόπο.
Διακυβερνητικό ταμείο ευρωπαϊκών χωρών θα έδινε τη λύση;
Ο καλύτερος τρόπος θα ήταν ένας συνασπισμός πρόθυμων ευρωπαϊκών χωρών να δημιουργήσει ένα ταμείο ύψους έως 500 δισ. ευρώ μέσω συλλογικού δανεισμού, για τη χρηματοδότηση εξοπλισμού που θα προμηθεύεται από κοινού και θα συνάδει με τις απαιτήσεις του ΝΑΤΟ για τις δυνάμεις του, όπως μια ευρωπαϊκή ασπίδα αεροπορικής και πυραυλικής άμυνας, μια ευρωπαϊκή κυβερνοασπίδα, στρατηγικές αερομεταφορές και δεξαμενόπλοια ανεφοδιασμού αέρος-αέρος.
Ένα τέτοιο διακυβερνητικό ταμείο, το οποίο θα μπορούσε να διαχειρίζεται η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων ή άλλος υφιστάμενος οργανισμός, θα απέφευγε τα βέτο από ουδέτερες, ανένταχτες ή φιλορωσικές χώρες της ΕΕ, ενώ θα επέτρεπε στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη Νορβηγία και τις υποψήφιες προς ένταξη χώρες της ΕΕ να συμμετάσχουν, εφόσον το επιθυμούν.
Τα χρήματα θα ήταν διαθέσιμα πολύ πριν από την έναρξη ισχύος του επόμενου προϋπολογισμού της ΕΕ το 2028 και θα έδιναν τη δυνατότητα στις ευρωπαϊκές χώρες να χρηματοδοτήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες και να παραγγείλουν επειγόντως αναγκαίους πυραύλους αεράμυνας και άλλα εξαρτήματα με πίστωση.
Ταυτόχρονα, τα αδιάθετα χρήματα του τρέχοντος προϋπολογισμού της ΕΕ για την περιφερειακή ανάπτυξη και την ανάκαμψη από τον Covid-19 θα πρέπει να επαναχρησιμοποιηθούν για την προσαρμογή λιμανιών, γεφυρών, δρόμων και σιδηροδρομικών σταθμών για στρατιωτική κινητικότητα, ώστε να βοηθήσουν στην ενίσχυση της ανατολικής πλευράς.
Κατακερματισμένος ο αμυντικός τομέας της Ευρώπης
Επιπλέον, οι υπουργοί Οικονομικών της ΕΕ θα πρέπει να δώσουν εντολή στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων να αλλάξει τις κατευθυντήριες γραμμές δανειοδότησής της, ώστε να επιτρέπει επενδύσεις στην παραγωγή όπλων και πυρομαχικών, όχι μόνο στις λεγόμενες τεχνολογίες διπλής χρήσης. Αυτό θα σηματοδοτούσε στους θεσμικούς και ιδιώτες επενδυτές ότι η άμυνα αποτελεί ευρωπαϊκό δημόσιο αγαθό, σύμφωνα με τις περιβαλλοντικές, κοινωνικές και διοικητικές αρχές που ώθησαν ορισμένους να αποεπενδύσουν από τον τομέα.
Οι κυβερνήσεις της ΕΕ διχάζονται για το αν θα επιτρέψουν να δαπανηθούν τα μελλοντικά αμυντικά κονδύλια του μπλοκ σε προμηθευτές τρίτων χωρών, όπως επιθυμούν η Πολωνία, η Σουηδία και η Ολλανδία, ή αν θα τα περιορίσουν σε αμυντικές εταιρείες που εδρεύουν και ανήκουν στην ΕΕ, όπως επιμένει η Γαλλία.
Δεδομένης της περιορισμένης παραγωγικής ικανότητας στον κατακερματισμένο αμυντικό τομέα της Ευρώπης μετά από 30 χρόνια συρρίκνωσης, οι χώρες είναι υποχρεωμένες να στραφούν σε πιο μακρινές περιοχές αν θέλουν να επανεξοπλιστούν γρήγορα. Η Πολωνία, για παράδειγμα, έχει στραφεί στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Νότια Κορέα για το μεγαλύτερο μέρος του νέου εξοπλισμού της. Το Ηνωμένο Βασίλειο διαθέτει ισχυρή αεροδιαστημική και αμυντική βιομηχανία, που θα μπορούσε να συμβάλει σε μια ευρωπαϊκή αμυντική άνοδο, αν δεν αποκλειστεί.
Επένδυση στην αποτροπή – επένδυση στην ειρήνη
Ένα άλλο εμπόδιο για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας είναι η έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού για τις ένοπλες δυνάμεις, τις αμυντικές εταιρείες και την κυβερνοασφάλεια. Πολλοί στρατοί έχουν συρρικνωθεί στα χαμηλότερα επίπεδά τους από τον 19ο αιώνα.
Ενώ οι σκανδιναβικές και βαλτικές χώρες επιστρέφουν στην επιστράτευση, την οποία η Φινλανδία δεν εγκατέλειψε ποτέ, τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη θα πρέπει να ενισχύσουν τις εφεδρείες τους με τακτική εκπαίδευση και άσκηση. Θα πρέπει επίσης να εγγράψουν νέους και των δύο φύλων στην ηλικία των 18 ετών, για να εντοπίσουν υποψηφίους και ικανότητες για επιλεκτικά καθήκοντα στρατιωτικής και πολιτικής άμυνας.
Ο σκοπός της άσκησης θα ήταν να πείσει την Ρωσία ότι θα αντιμετώπιζε μια συντριπτική απάντηση σε οποιαδήποτε επίθεση σε μια ευρωπαϊκή χώρα, είτε οι ΗΠΑ προσέρχονταν στην άμυνα της Ευρώπης είτε όχι. Η επένδυση στην αποτροπή είναι επομένως μια επένδυση στην ειρήνη, για να αποφευχθεί ο πόλεμος.