Από τις πρωτοβουλίες που έχει πάρει μέχρι τώρα ο Ντόναλντ Τραμπ είναι αυτή που δυσκολότερα θα μπορούσε να αποδοθεί στον παρορμητικό τρόπο με τον οποίο σκέφτεται. Γιατί η επιλογή του να εγκαινιάσει ουσιαστικά μια ειρηνευτική διαδικασία σε σχέση με τον πόλεμο στην Ουκρανία δεν απηχεί απλώς κάποια δική του εμμονή, ούτε είναι αντανάκλαση του «απομονωτισμού» του, αλλά αντιστοιχεί στη βούληση ευρύτερων τμημάτων του αμερικανικού οικονομικού και πολιτικοστρατιωτικού κατεστημένου.

Και αυτό γιατί η ιδιαίτερη αμερικανική στρατηγική σε σχέση με την Ουκρανία, ήδη από το 2014 αντιστοιχούσε, μία από τις στρατηγικές «γραμμές» στο εσωτερικό των ΗΠΑ: αυτή που ιστορικά έχει περιγραφεί ως «φιλελεύθερος παρεμβατισμός». Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, ο δρόμος για να διατηρήσουν οι ΗΠΑ την πρωτοκαθεδρία στο διεθνές σύστημα περνάει μέσα από την προσπάθεια να μην υπάρξουν άλλοι ανταγωνιστές τους, ικανοί να έχουν επίσης χαρακτηριστικά «υπερδύναμης». Αυτό εκ των πραγμάτων σήμαινε πίεση προς τη Ρωσία και την Κίνα, προσπάθεια να υπάρχει μια ιδιότυπη «υγειονομική ζώνη» γύρω τους, ενίσχυση και στήριξη «αντιπολιτευτικών» ρευμάτων τόσο στο εσωτερικό τους όσο και σε γειτονικές χώρες. Περνούσε, ακόμη, μέσα από την προσπάθεια να υπάρχουν διαρκώς ανοιχτά μέτωπα που να αποδυναμώνουν τους αντιπάλους τους και να τους φθείρουν. Και εάν στην περίπτωση της Κίνας αυτό σήμαινε κατεξοχήν το πρόβλημα της Ταϊβάν, στην περίπτωση της Ρωσίας σήμαινε το πρόβλημα της Ουκρανίας.

Σύμφωνα με αυτή τη γραμμή, συνδεδεμένη τις τελευταίες δεκαετίες κατεξοχήν με το Δημοκρατικό Κόμμα, η Ουκρανία ήταν ένας αποφασιστικός κρίκος ώστε η Ρωσία να μην αποκτήσει χαρακτηριστικά μιας δύναμης που θα μπορούσε να αμφισβητήσει η θέση των ΗΠΑ. Ως αποτέλεσμα εδώ και χρόνια η Ουκρανία, μια χώρα ούτως ή άλλως με έντονη εσωτερική διαίρεση, ως προς τα οικονομικά χαρακτηριστικά, τη γλωσσική και πολιτιστική ταυτότητα αλλά και το ερώτημα του διεθνούς προσανατολισμού (προς τους ιστορικούς δεσμούς με τη Ρωσία ή προς τις ΗΠΑ), έγινε το κατεξοχήν πεδίο όπου δοκιμάστηκε αυτή η στρατηγική.

Αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί φτάσαμε στην εμφύλια σύγκρουση το 2014, που φορτίστηκε από τον τρόπο που πήραν θέση και η ΕΕ και οι ΗΠΑ, αλλά και γιατί ουσιαστικά δεν εφαρμόστηκαν οι συμφωνίες του Μινσκ και η ειρηνευτική διαδικασία.

Την ίδια ώρα η Ρωσία αποκτούσε οικονομικά και πολιτικά χαρακτηριστικά που την καθιστούσαν πιο επιρρεπή στο να μπορεί να προχωρήσει και σε μια προσπάθεια ένοπλα να επιβάλει όρους. Η δημοτικότητα του Πούτιν παρέμεινε υψηλή, η εξορυκτική βιομηχανία παρείχε πόρους και υπήρχε η υποδομή για μια μακρόχρονη στρατιωτική επιχείρηση.

Η διαρκής επιδίωξη μιας «ήττας της Ρωσίας»

Ωστόσο, ήταν σαφές ότι η προοπτική μιας ρωσικής εμπλοκής στην Ουκρανία φαινόταν ως ένας τρόπος ώστε να επιτευχθεί η διαμόρφωση ενός αρνητικού συσχετισμού σε βάρος της Ρωσίας. Αυτό εξηγεί γιατί ήταν η αμερικανική και ευρωπαϊκή πλευρά που απέρριψαν τα ρωσικά αιτήματα για εγγυήσεις ασφαλείας, με υπαρκτές ενδείξεις ότι παράλληλα τροφοδοτείτο η πεποίθηση της κυβέρνησης της Ουκρανίας ότι θα μπορούσε να ανατρέψει τον συσχετισμό που είχε διαμορφωθεί το 2014. Σε αυτό το τοπίο η Ρωσική «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» ξεκίνησε περισσότερο ως ένα είδος «ένοπλης διαπραγμάτευσης» παρά ως ένας παρατεταμένος πόλεμος. Ωστόσο, η με κυρίως βρετανική παρέμβαση αποτροπή μιας γρήγορης ειρηνευτικής διαδικασίας μαζί με την ισχυρή ουκρανική αντίσταση οδήγησαν στην κλιμάκωση της σύγκρουσης.

Το γεγονός ότι σε εκείνη τη φάση φάνηκε να διαμορφώνεται μια συναίνεση στη Δύση γύρω από τον στόχο της ήττας της Ρωσίας, που αποτυπώθηκε και στην υποστήριξη της Ουκρανίας με εξοπλισμό και στις αλλεπάλληλες κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας, δεν σημαίνει ότι ήταν η μόνη γραμμή, ή ότι δεν υπήρχαν δεύτερες σκέψεις.

Και αυτό γιατί φάνηκε από ένα σημείο και μετά ότι όχι μόνο δεν ήταν εφικτή η ήττα της Ρωσίας, αλλά ότι η τελευταία, έστω και με πισωγυρίσματα και διάφορα προβλήματα στο ξεδίπλωμα των επιχειρήσεων, μπορούσε σταδιακά να επεκτείνει τη ζώνη που είχα κάτω από τον έλεγχό της, να κατάγει περισσότερα χτυπήματα σε βάρος της Ουκρανίας όπως και περισσότερες απώλειες. Η αποτυχία της μεγάλης Ουκρανικής αντεπίθεσης αποτέλεσε την οριστική με έναν τρόπο απόδειξη του αλυσιτελούς μιας τέτοιας στρατηγικής. Όσο για την παραλλαγή αυτής της στρατηγικής, δηλαδή την παράδοση στην Ουκρανία οπλικών συστημάτων που μπορούσαν να κατάγουν μεγάλα χτυπήματα στο εσωτερικό της Ρωσίας, και αυτή έδειξε τα όριά της, κυρίως γιατί οδηγούσε σε αλλεπάλληλα ρωσικά τιμωρητικά χτυπήματα μεγαλύτερης ισχύος και κλίμακας στις ουκρανικές υποδομές.

Ουσιαστικά, αρκετά νωρίς φάνηκε ότι η μόνη περίπτωση ρωσικής ήττας θα ήταν η άμεση εμπλοκή μεγάλου αριθμού δυτικών στρατιωτικών δυνάμεων και η κλιμάκωση της σύγκρουση με τη χρήση πυρηνικών όπλων. Κοντολογίς, ο εφιάλτης μιας πυρηνικής καταστροφής που αποτράπηκε ακόμη και στις χειρότερες στιγμές του Ψυχρού Πολέμου.

Η ανάγκη απεγκλωβισμού

Σε όλο αυτό το διάστημα ήταν σαφές ότι ωρίμαζε στο εσωτερικό όσων χειρίζονται την πολιτική εσωτερικών και άμυνας στις ΗΠΑ η σκέψη μιας τακτική απεγκλωβισμού από αυτή τη σύγκρουση. Και απεγκλωβισμός από τη σύγκρουση σήμαινε να γίνουν ως έναν βαθμό αποδεκτοί οι συσχετισμοί που είχαν διαμορφωθεί στο ίδιο το έδαφος της Ουκρανίας. Αυτό που ουσιαστικά υπογράμμισε η δήλωση του νέου υπουργού Άμυνας των ΗΠΑ Πιτ Χέγκσεθ ότι δεν είναι ρεαλιστική η επιστροφή στα προ του 2014 σύνορα όπως και το ξεκαθάρισμα ότι δεν τίθεται παρουσίας αμερικανικών στρατευμάτων στην Ουκρανία.

Από την άλλη, στην Ευρώπη από πολύ νωρίς, υιοθετήθηκε ακόμη πιο ένθερμα η θέση της ρωσικής ήττας ως στόχου, παρότι η Ευρώπη πλήρωσε πολύ μεγαλύτερο τίμημα από τις κυρώσεις και παρότι η «ευρωπαϊκή άμυνα» καθαυτή είναι αρκετά αδύναμη. Γι’ αυτό και η ΕΕ δεν πήρε επί της ουσίας πρωτοβουλίες για κάποιου είδους ειρηνευτική διαδικασία και σε κάποιες στιγμές επιδόθηκε σε ένα διαγκωνισμό αντιρωσικών τοποθετήσεων. Όμως, παρότι αυτό παρουσιάστηκε ως μια «ηθικού» τύπου στράτευση με τη «σωστή πλευρά της ιστορίας», ταυτόχρονα αποτύπωνε και μια εντυπωσιακή αδυναμία της Ευρώπης να λειτουργεί ως ένας διακριτός πόλος στο διεθνές τοπίο με τη δική του στρατηγική και κυρίως με την ικανότητα να εκπροσωπεί την κατεύθυνση της συνεννόησης και της ειρηνικής επίλυσης των αντιθέσεων. Αντιθέτως, σφραγίστηκε από μια ιδιαίτερη έμφαση στην προτεραιότητα των πολεμικών επιχειρήσεων, έστω και εάν δεν είχε τρόπους να συνεισφέρει σε αυτές ουσιωδώς, πέραν της αποστολής πυρομαχικών, μέχρι βαθμού εξαντλήσεως των αποθεμάτων. Ουσιαστικά, ο πόλεμος στην Ουκρανία ήταν και αυτός μια στιγμή της παρατεταμένης κρίσης του «Ευρωπαϊκού σχεδίου».

Όσο για την ίδια την Ουκρανία, η εσωτερική συνθήκη επιδεινωνόταν σε μια χώρα που πλήρωσε πολύ ακριβό τίμημα σε ανθρώπινες ζωές και υποδομές μέχρι τώρα, που είδε μια μαζική φυγή ανθρώπων προς την Ευρώπη και που δύσκολα θα μπορούσε να αντέξει για πολύ ακόμη έναν παρατεταμένο πόλεμο, την ώρα που η κυβέρνηση Ζελένσκι έβλεπε την πραγματική νομιμοποίησή της να υποχωρεί.

Σε αυτό το φόντο η πρωτοβουλία Τραμπ για την Ουκρανία δεν έρχεται «από το πουθενά». Αντανακλά και απηχεί τοποθετήσεις που υπάρχουν στο εσωτερικό των ΗΠΑ και συντονίζεται και με φωνές που υπάρχουν και στην Ευρώπη. Και βεβαίως, δεν είναι τυχαίο ότι αυτό συνδυάζεται με την προνομιακή πρόσβαση των ΗΠΑ στον ορυκτό πλούτο της Ουκρανίας αλλά και στην διαδικασία ανοικοδόμησης.

Τα ανοιχτά ερωτήματα

Προφανώς και πάρα πολλά σημεία παραμένουν ασαφή. Για παράδειγμα δεν έχουμε εικόνα αυτή τη στιγμή πώς βλέπουν οι ΗΠΑ τον συμβιβασμό, τι είδους υποχωρήσεις θα ζητήσουν από τη Ρωσία και εάν βέβαια η Ρωσία θα αποδεχτεί να κάνει μεγάλες παραχωρήσεις όταν σε γενικές γραμμές θεωρεί ότι επιτυγχάνει στόχους με στρατιωτικά μέσα. Ούτε έχει αποσαφηνιστεί ποιες θα είναι οι εγγυήσεις ασφάλειας που θα δοθούν στην Ουκρανία και τι θα περιλαμβάνουν. Δεν έχει γίνει ακόμη σαφές σε ποιο βαθμό αυτό θα συνδυαστεί με εσωτερικές πολιτικές αλλαγές στην Ουκρανία, κάτι για το οποίο πιέζει η Μόσχα. Ούτε είναι σαφή τα βήματα προς την ειρήνη και σε ποιο βαθμό θα συνεχίσουν να διατηρούνται οι κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας. Από την άλλη, δεδομένου του υπαρκτού κόστους του πολέμου αλλά και της ούτως ή άλλως καθοριστικής σημασίας που όλο αυτό το διάστημα είχε η αμερικανική στρατιωτική βοήθεια, πολύ δύσκολα οι λοιπές δυτικές δυνάμεις θα μπορούσαν να πιέσουν για παράταση της πιο αιματηρής σύγκρουσης στο ευρωπαϊκό έδαφος εδώ και δεκαετίες.

Σε κάθε περίπτωση είναι σαφές ότι είμαστε σε μια φάση που μόνο ως αλλαγή σελίδας μπορεί να χαρακτηριστεί, έστω και εάν μένει να δούμε πώς θα γραφτεί.



Source link

Από skopelostv

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *