Λίγα πράγματα μπορούν να αποτυπώσουν καλύτερα την ευρωπαϊκή αμηχανία και ταυτόχρονα αδυναμία χάραξης στρατηγικής από την έκτακτη σύνοδο κορυφής που κάλεσε ο Πρόεδρος Μακρόν προσκαλώντας επιλεκτικά τους ηγέτες χωρών εντός και εκτός ΕΕ (Μεγάλη Βρετανία) με αντικείμενο τις εξελίξεις στην Ουκρανία μετά την έναρξη της διαπραγμάτευσης ανάμεσα στον Ντοναλντ Τραμπ και τον Βλαντιμίρ Πούτιν.

Και αυτό γιατί αυτή η σύνοδος παρότι οργανώθηκε για να καταγράψει την ευρωπαϊκή αντίδραση στις εξελίξεις, στην πραγματικότητα απλώς αποτυπώνει τη δυσκολία να υπάρξει μια ευρωπαϊκή θέση, δυσκολία που δεν αφορά μόνο την υπαρκτή διχογνωμία σε σχέση με το εάν πρέπει να συνεχιστεί ο πόλεμος στην Ουκρανία αλλά και την εξίσου υπαρκτή αδυναμία της Ευρώπης να εγγυηθεί τόσο τη συνέχιση του πολέμου όσο και την εξασφάλιση της ειρήνης.

Την αμηχανία και την αδυναμία υπογραμμίζει ακόμη παραπάνω το γεγονός ότι με τρόπο ρητό οι ΗΠΑ ξεκαθάρισαν ότι η Ευρώπη δεν είναι τμήμα της διαπραγμάτευσης για την επόμενη μέρα στην Ουκρανία, αφού αυτές θα γίνουν επί της ουσίας μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας.

Η Ευρώπη θύμα των επιλογών της

Αυτό, όμως, είναι το αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών που έκανε η Ευρώπη αλλά και ευκαιριών που χάθηκαν πραγματικά. Γιατί δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι μπορεί να ήταν οι ΗΠΑ αυτές που είδαν στην εσωτερική διαίρεση της Ουκρανίας το 2014 την ευκαιρία για μια κρίση που θα πίεζε τη Ρωσία και θα επέτρεπε να φτιαχτεί μια «υγειονομική ζώνη» γύρω της, αλλά ήταν η Ευρωπαϊκή Ένωση αυτή που θεώρησε ότι έπρεπε να πάει να παρέμβει στα εσωτερικά της Ουκρανίας και να υποστηρίξει την αντίδραση στη υπαναχώρηση Γιανουκόβιτς παραβλέποντας ότι με αυτό τον τρόπο έσπρωχνε μια χώρα στον εμφύλιο πόλεμο.

Ούτε μπορούμε να ξεχάσουμε ότι η Ευρώπη συστηματικά έχασε την ευκαιρία να παίξει έναν ρόλο προωθητικό της ειρήνης στην Ουκρανία σε διάφορες στιγμές ξεκινώντας από το γεγονός ότι ουσιαστικά περιφρόνησαν το γεγονός ότι οι συμφωνίες του Μινσκ, στις οποίες ρόλο εγγυητή είχαν Γαλλία και Γερμανία, μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια ειρηνική διευθέτηση στο Ντονμπάς και μάλιστα με όρους που θα εξασφάλιζαν ότι θα παρέμενε εντός των ορίων της ουκρανικής επικράτειας.

Ούτε βέβαια και το ότι ακόμη και όταν ξεκίνησε η επιδείνωση της κατάστασης το 2021 δεν πήραν καμία πρωτοβουλία ώστε το πλαίσιο των συμφωνιών του Μινσκ να επανεπιβεβαιωθεί, ούτε έλαβαν σοβαρά υπόψη αυτό που παρουσιάστηκε από τη ρωσική πλευρά και που ακόμη αφορούσε κυρίως εγγυήσεις ασφάλειας και ουδετερότητας της Ουκρανίας.

Ακόμη και όταν ξεκίνησε η ρωσική πολεμική επιχείρηση και παρότι ήταν σαφές ότι εξαιτίας των κυρώσεων η Ευρώπη θα είχε πολύ μεγαλύτερο οικονομικό κόστος από ό,τι οι ΗΠΑ, πάλι η Ευρώπη έχασε κάθε ευκαιρία να ευοδωθούν οι αρχικές προσπάθειες για μια εκεχειρία και ειρηνευτική διαδικασία που εκ των πραγμάτων θα σήμαινε και πολύ μικρότερες εδαφικές απώλειες για την Ουκρανία και βεβαίως πολύ μικρότερο φόρο αίματος.

Μια Ευρώπη που συμπαρατάχθηκε με τις πιο φιλοπόλεμες φωνές

Στην πραγματικότητα η Ευρώπη επέλεξε να συμπαραταχθεί με την πιο επιθετική μερίδα του αμερικανικού διπλωματικού και στρατιωτικού κατεστημένου, αυτή που είναι παραδοσιακή συνδεδεμένη με το Δημοκρατικό Κόμμα και που θεωρούσε ότι με κάθε τρόπο χρειαζόταν η Ρωσία να εμπλακεί σε μια πολεμική επιχείρηση που θα είχε μεγάλο κόστος και στον ορίζοντά της θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμη και σε ανατροπή του Πούτιν από κάποια – απροσδιόριστη – φιλοδυτική και φιλελεύθερη δυναμική και άρα να αποτρέψει το ενδεχόμενο η οικονομική ισχύς της Κίνας να συνδυαστεί με το γεγονός ότι η Ρωσία είναι ακόμη μια υπερδύναμη ως προς τους στρατιωτικούς όρους, συμπεριλαμβανομένου και ενός αναβαθμιζόμενου πυρηνικού οπλοστασίου.

Και επέλεξε να το κάνει αυτό, παρά το μεγάλο κόστος που εξαρχής είχε ο πόλεμος, εάν αναλογιστούμε την εξάρτηση χωρών όπως η Γερμανία από τις σταθερές ροές φυσικού αερίου και παρά το γεγονός ότι δεν είχε τη δυνατότητα να υποστηρίξει πραγματικά στρατιωτικά την Ουκρανίας, ή πολύ περισσότερο να αναλάβει ενεργό δράση στα ίδια τα πεδία των μαχών. Δεν είναι τυχαίο, ότι η δύναμη με τη μεγαλύτερη εμπλοκή, η Βρετανία, δεν είναι πλέον μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και αυτό κυρίως το έκανε για να επιβεβαιώσει ότι παραμένει αναντικατάστατος σύμμαχος των ΗΠΑ.

Η απεμπόληση της ανάγκης για διακριτή ευρωπαϊκή πολιτική για την ειρήνη

Όλα αυτά αποτυπώθηκαν σε μια συνθήκη όπου η ευρωπαϊκή πολιτική σταδιακά απεμπόλησε αυτό που υποτίθεται ότι ήδη από τη δεκαετία του 1970 ήταν το χνάρι ευρωπαϊκής «ανεξαρτησίας», δηλαδή η προσπάθεια να είναι η Ευρώπη κατεξοχήν ο πόλος της ειρήνης απέναντι στις παγκόσμιες διαιρέσεις και πολώσεις. Γιατί μπορεί η Ευρώπη το 2003 να επέλεξε την ανοιχτή διαφοροποίηση από τον αμερικανικό «αυτοκρατορικό» πολεμικό τυχοδιωκτισμό στο Ιράκ, όμως σταδιακά εγκατέλειψε κάθε σκέψη να διαμορφωθεί ένα ευρωπαϊκό πρότυπο συλλογικό ασφάλειας που να μεν περιορίζεται στο ΝΑΤΟ αλλά να μπορεί να συμπεριλάβει και τη Ρωσία, παρότι αυτή υποτίθεται ότι ήταν η βασική ευρωπαϊκή μεταψυχροπολεμική στρατηγική επιδίωξη. Με αποκορύφωμα να ακολουθεί πλήρως τις ΗΠΑ στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 2010 στις μετατοπίσεις της πολιτικής του απέναντι στην Κίνα και τη Ρωσία. Δεν κατάφερε καν να διασώσει τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν όταν αποχώρησαν μονομερώς οι ΗΠΑ από αυτές.

Κρίση ηγεσίας και στρατηγική αμηχανία

Όλα αυτά συνδυάστηκαν, προφανώς, και με άλλες δυναμικές όπως είναι η συνολικότερη κρίση στρατηγικής και ηγεσίας στην Ευρώπη που αποτυπώνεται και στη δυναμική της ανοιχτής πολιτικής κρίσης σε χώρες όπως η Γαλλία και η Γερμανία. Και βέβαια αυτό μπορεί να εξηγήσει και το «σοκ» που μπορεί να προκαλεί η ιδεολογική επίθεση του Τζ. Ντ. Βανς στη διάσκεψη του Μονάχου, παρότι στην πραγματικότητα ήδη στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες είναι σε εξέλιξη ανοίγματα στην ακροδεξιά και ενσωμάτωση του πυρήνα της ιδεολογίας της. Όμως, γνωστόν είναι πάντα οδυνηρό να σου υποδεικνύει κάποιος με ωμότητα αυτό που ταυτόχρονα προσπαθείς και να κάνεις και να εξωραΐσεις.

Σε αυτό το φόντο, η Ευρώπη βρίσκεται σε ακόμη μεγαλύτερη αμηχανία τώρα που η εσωτερική συζήτηση και στρατηγική τοποθέτηση στις ΗΠΑ μετατοπίζεται. Γιατί είναι σαφές ότι πλέον στις ΗΠΑ δεν ηγεμονεύει η πτέρυγα που θεωρούσε ότι αυτό που χρειάζεται είναι μια διαρκής «διαχείριση της αποσταθεροποίησης», μέσα από μια αλυσίδα συγκρούσεων «δι’ αντιπροσώπων», αλλά η πτέρυγα που θεωρεί ότι η διεθνής πολιτική είναι κυρίως υπόθεση συσχετισμών και ότι θα ήταν προτιμότερη μια διευθέτηση των ζητημάτων με τη Ρωσία, εάν αυτό θα επέτρεπε αφενός τη διαμόρφωση ενός καλύτερου συσχετισμού απέναντι στην Κίνα και αφετέρου μια μεγαλύτερη οικονομική ανασυγκρότηση των ίδιων των ΗΠΑ.

Και όλα αυτά την ώρα που εδώ και καιρό και η κυβέρνηση Μπάιντεν είχε ρητά σχεδόν παραδεχτεί ότι δεν μπορεί να υπάρξει «ήττα της Ρωσίας» στον πόλεμο παρότι αυτό υποτίθεται ότι αποτελεί την επίσημη τοποθέτηση της «Συλλογικής Δύσης». Με την Ευρώπη προφανώς να μην μπορεί ούτε να προτείνει ένα σχέδιο σε αντίθετη κατεύθυνση, ούτε βεβαίως να επιδείξει τη στρατιωτική ισχύ που θα μπορούσε να το κάνει πράξη.

Και η ευρωπαϊκή αμηχανία γίνεται ακόμη μεγαλύτερη γιατί η αμερικανική πλευρά δεν προσπαθεί μόνον να επιταχύνει την εκκίνηση μιας ειρηνευτικής διαδικασίας, αντί για την παράταση του πολέμου, αλλά και φέρνει και αντιμέτωπη την Ευρώπη με την ανάγκη να αναλάβει η ίδια το κόστος των επιδιώξεών της, συμπεριλαμβανομένης της ανάγκης να μπορεί όντως να υποστηρίξει ένοπλα τις θέσεις, αυξάνοντας τις αμυντικές της δυνάμεις, αντί να στηρίζει μεν πολεμικές κλιμακώσεις αλλά να επαφίεται στην αμερικανική ισχύ για την υλοποίησή τους.

Δεν είναι τυχαία, η δυσκολία σαφών απαντήσεων στο αμερικανικό «ερωτηματολόγιο» για το είδος των δεσμεύσεων που κάθε χώρα είναι διατεθειμένη να αναλάβει σε σχέση με την άμυνα και την ασφάλεια στην Ευρώπη. Αυτό, άλλωστε, δείχνει και η ανοιχτή διχογνωμία για το εάν θα στείλουν στρατεύματα στο έδαφος της Ουκρανίας ως εγγύηση τυχόν εκεχειρίας. Ούτε φαίνεται να μπορεί να ευοδωθεί κάποια ευρωπαϊκή διαφοροποίηση απέναντι στην αμερικανική πολιτική, εάν κρίνουμε από το ότι η χώρα που κατεξοχήν έχει αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες της, η Πολωνία, ταυτόχρονα επέμεινε στην ανάγκη διατήρησης του συντονισμού με την αμερικανική πολιτική.

Σε αυτό το φόντο, μπορεί πολύ δύσκολα μπορεί η Ευρώπη να κατοχυρώσει μια θέση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, παρότι βέβαια οι ΗΠΑ κάνουν κάποιες κατευναστικές δηλώσεις σε αυτή την κατεύθυνση. Σε τελική ανάλυση η πραγματική δυσκολία της διαπραγμάτευσης δεν θα είναι η ευρωπαϊκή βούληση, ούτε καν το πώς θα μπορούσε να αποδεχτεί την όποια διαρρύθμιση ο ίδιος ο Ζελένσκι, όσο το πώς θα μπορούσε να πειστεί η Ρωσία σε σημαντικές υποχωρήσεις, δεδομένου ότι συνεχίζει να έχει ευνοϊκό συσχετισμό στο έδαφος και αντοχή στις κυρώσεις.

Όλα αυτά αποτυπώνουν ότι το πραγματικό πρόβλημα της Ευρώπης δεν είναι ο Ντόναλντ Τραμπ αλλά η ίδια η δική της αδυναμία να μπορεί να χαράξει στρατηγική και ταυτόχρονα να μπορεί με κάποιο τρόπο να την εγγυηθεί.



Source link

Από skopelostv

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *