Ρωσική κούκλα μπάμπουσκα – ή πιο σωστά ματριόσκα – θυμίζουν οι τζίροι στο λιανεμπόριο το 2024, με την ακρίβεια να αφήνει βαριά τη σκια της στις καταναλωτικές συνήθειες.

Ροδομάγουλη και στρουμπουλή, η πιο μεγάλη κούκλα που κρύβει μέσα της τις υπόλοιπες, είναι το ρεκόρ εσόδων, που κατέγραψαν ιστορικό υψηλό στα 71,77 δισεκ. ευρώ. Η αύξηση σε σύγκριση με το 2020, πριν ξεκινήσει το ράλι στην ακρίβεια, είναι ιλιγγιώδης – κατά 22 δισ. ευρώ ή 44%.

Όσο όμως ανοίγεις τις μπάμπουσκες, η εικόνα αλλάζει και δεν είναι τόσο ρόδινη. Καταρχάς η αύξηση του τζίρου κυμάνθηκε στο 2,4% – χαμηλότερα από τον μέσο πληθωρισμό του 2024 (2,7%), φανερώνοντας έτσι μείωση του συνολικού όγκου πωλήσεων.

Η ακρίβεια θα μεταφραζόταν σε ακόμα μεγαλύτερη υποχώρηση του όγκου πωλήσεων, αν δεν υπήρχαν οι φουσκωμένοι τζίροι της τουριστικής κατανάλωσης.

Η τρίτη μπάμπουσκα, ακόμα πιο μικρή, είναι οι επιχειρήσεις στο λιανεμπόριο εκτός τροφίμων, καυσίμων και οχημάτων, στις οποίες η αύξηση του τζίρου ήταν ακόμα πιο μικρή, στο 1,8% – μόλις τα 2/3 του ρυθμού ανόδου του πληθωρισμού. Αυτό αποδεικνύει ότι τα ελληνικά νοικοκυριά συνέχισαν να περιορίζουν τις αγορές στα είδη δευτερεύουσας ανάγκης, για να καλύψουν τα βασικά – τρόφιμα, στέγαση, μετακινήσεις.

Η τάση αυτή επιβεβαιώνεται και από την τελευταία έκθεση του ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ για το εισόδημα και τις δαπάνες διαβίωσης το 2024, που δείχνει ότι πάνω από ένας τους δύο (52,2%) αναγκάζονται να κάνουν περικοπές για να ανταπεξέλθουν στη γενικευμένη ακρίβεια. Οι τέσσερις στους δέκα μειώνουν τις αγορές σε ένδυση-υπόδηση και εξόδους-ψυχαγωγία, ενώ πάνω από έξι στους δέκα πλήρωσαν περισσότερα για τρόφιμα και στέγαση.

Το 52% των καταναλωτών κάνει περικοπές για να καλύψει τα βασικά

Δύσκολοι καιροί για μικρομεσαίους

Η τέταρτη μπάμπουσκα, η οποία παρουσιάζει τάσεις συρρίκνωσης, ιδίως το τέταρτο τρίμηνο του 2024, είναι ο τζίρος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜμΕ) . Ο θάνατος του εμποράκου, που συνεχώς προαναγγελλόταν κατά τη διάρκεια της κρίσης, δεν έχει επέλθει ακόμα. Στην Ελλάδα οι ΜμΕ αποτελούν το 99,9% επί του συνόλου των επιχειρήσεων του μη χρηματοπιστωτικού τομέα – με τις πολύ μικρές επιχειρήσεις, κάτω από 10 άτομα, να αποτελούν σχεδόν το 95%.

Όμως δεκάδες χιλιάδες μικρές εμπορικές επιχειρήσεις βιώνουν το  μαρτύριο της σταγόνας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το λιανεμπόριο, ο τζίρος των ΜμΕ μειώθηκε το τέταρτο τρίμηνο του 2024 κατά -1,3% – στα 10,86 δισ. ευρώ από 11 δισ. το 2023. Η τάση αυτή προκαλεί ανησυχία στον κλάδο, πόσο μάλλον αν συνυπολογίσουμε ότι παραδοσιακά το τέταρτο τρίμηνο κάθε χρονιάς οι μικροί έμποροι προσδοκούν άνοδο του τζίρου, λόγω Χριστουγέννων αλλά και λόγω της Βlack Friday, που έχει εξελιχθεί τα τελευταία χρόνια σε Black Week ή ακόμα και Βlack Month.

H μείωση του τζίρου για τις ΜμΕ, με δεδομένη την αύξηση του πληθωρισμού, μαρτυρά ακόμα μεγαλύτερη μείωση του όγκου κατανάλωσης. Οι μεγάλοι χαμένοι της σεζόν ήταν οι πολύ μικροί έμποροι, καθώς είδαν τον τζίρο τους να μειώνεται ως και -2,2%.

Το μερίδιο του λέοντος στους τζίρους του λιανεμπορίου έχουν τα σούπερ μάρκετ

Συγκέντρωση της αγοράς

Στον αντίποδα της συρρίκνωσης των μικρομεσαίων εμπόρων, η κυρίαρχη τάση του 2024 – όπως και τα προηγούμενα χρόνια – ήταν η συγκέντρωση της αγοράς σε όλο και λιγότερα χέρια.

Το μεγαλύτερο μερίδιο του τζίρου στο σύνολο της αγοράς αποτελεί η κατηγορία «λιανικό εμπόριο σε μη ειδικευμένα καταστήματα που πωλούν κυρίως τρόφιμα, ποτά και καπνό». Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ , σημειώνοντας το 2024 ρεκόρ τζίρου – στα 19,3 δισ. ευρώ ή 27% επί του συνολικού κύκλου εργασιών στο λιανεμπόριο. Τα μη εξειδικευμένα καταστήματα τροφίμων – σούπερ μάρκετ σημείωσαν και τη μεγαλύτερη αύξηση εσόδων σε απόλυτα μεγέθη, κατά 0,6 δισεκ. ευρώ. Σε ποσοστιαία μεγέθη η αύξηση ανήλθε στο 3,2%, πάνω από το ρυθμό αύξησης του πληθωρισμού, φανερώνοντας αύξηση της κατανάλωσης.

Σε σύγκριση με το 2020, πριν ξεκινήσει το πληθωριστικό ράλι, ο τζίρος της συγκεκριμένης κατηγορίας καταστημάτων έχει αυξηθεί αθροιστικά κατά 27% ή κατά 4 δισεκ. ευρώ.

Ακολουθεί με μερίδιο 11,7% η πώληση αυτοκινήτων και ελαφρών μηχανοκίνητων οχημάτων – με έσοδα 8,34 δις. ευρώ από περίπου 8,08 δις – αύξηση 3,2% – άνω του πληθωρισμού.

Καθοδικά σε τζίρο, λόγω και της υποχώρησης των τιμών της αμόλυβδης και του ντίζελ, κινήθηκε το λιανεμπόριο καυσίμων κίνησης, με μείωση κατά 0,22 δισ. ευρώ  (στα 8,97 δισ) και μερίδιο επί του συνόλου της αξίας του κύκλου εργασιών στο λιανεμπόριο 11,1% (από 11,7% το 2023).

Οι κλάδοι με τη μεγαλύτερη πτώση

Τη «νύφη» των περικοπών στα λιγότερο απαραίτητα προϊόντα, φαίνεται πως πλήρωσε πρωτίστως ο κλάδος των ηλεκτρικών οικιακών συσκευών, με μείωση τζίρου κατά 0,11 δς. Ευρώ ή -7,5%. Αντίστοιχη πτώση σημειώθηκε και στο λιανικό εμπόριο συσκευών ήχου και εικόνας (-7%) και δευτερευόντως στις ηλεκτρονικές συσκευές – εξοπλισμό και λογισμικό (-1%).  Λόγω έλλειψης συγκεντρωτικών στοιχείων για το 2023 και 2022 η ΕΛΣΤΑΤ δεν παρουσιάζει συγκρίσεις για τον τζίρο στο λιανικό εμπόριο τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού, ήτοι των κινητών τηλεφώνων. Όμως σε σύγκριση με το 2021, όταν είχε σημειωθεί τo μεγάλο «μπουμ» στις πωλήσεις smartphones, εξαιτίας και της πανδημίας, ο τζίρος στα κινητά έχει υποχωρήσει αισθητά, πάνω από 200 εκατ. ή -34%.

Ο κλάδος με τη μεγαλύτερη υποχώρηση τζίρου σε τριμηνιαία βάση ήταν η  υπόδηση και τα δερμάτινα είδη, με ετήσια μεταβολή -8,9% το τρίτο τρίμηνο και -9.6% το τέταρτο τρίμηνο του 2024.

Το 2024 πληρώσαμε περισσότερα χρήματα, για λιγότερα προϊόντα

Ακρίβεια και κατά κεφαλήν κατανάλωση

Η μέση ετήσια κατά κεφαλήν κατανάλωση διαμορφώθηκε στα 6.882 ευρώ το 2024, αυξημένη κατά 2,6% έναντι του 2023. Η αύξηση είναι στην ουσία πληθωριστική, αφού οι τιμές αυξήθηκαν κατά μεσοσταθμικά κατά 2,7%. Επιπλέον στην κατά κεφαλήν κατανάλωση περιλαμβάνεται και ο τζίρος που έκαναν τα περίπου 36 εκατομμύρια των ξένων τουριστών που υποδέχθηκε το 2024 οι Ελλάδα.

Για τα μη άμεσης ανάγκης προϊόντα – εξαιρώντας δηλαδή τρόφιμα, καύσιμα, οχήματα, η μέση κατά κεφαλήν κατανάλωση διαμορφώθηκε στα 2.497 ευρώ – αυξημένη κατά 2%, κάτω από τον πληθωρισμό.  Αποτυπώνεται δηλαδή εμφανής μείωση του όγκου αγορών και σε επίπεδο κατά κεφαλήν δαπάνης, αφού η ακρίβεια αναγκάζει τους καταναλωτές να ξοδεύουν περισσότερα χρήματα για να αγοράσουν λιγότερα προϊόντα.



Source link

Από skopelostv

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *