Τον πρώτο καιρό ακουγόταν ξένο, ανορθόδοξο, ίσως υποτιμητικό. Πώς γίνεται να διαχωρίζονται τα φονικά σε φύλα; Άλλο είναι να δολοφονείται άνδρας και άλλο γυναίκα; ΚΑΙ εδώ διάκριση; Ανθρωποκτονίες είναι και τα δύο και με τον ίδιο νόμο περί αφαίρεσης της ζωής τιμωρούνται!
Κι όμως. Ο όρος «γυναικοκτονία», εκτός από την ετυμολογική προέλευσή του, προσδιορίζει και κάτι άλλο, πολύ συγκεκριμένο. Προσδιορίζει τον λόγο για τον οποίο διαπράχθηκε ένα φονικό. Σε αυτήν την περίπτωση, το φύλο δεν είναι απλώς ένα στατιστικό στοιχείο. Είναι το κίνητρο του κακού. Το φονικό διαπράχθηκε σε βάρος μίας γυναίκας, ακριβώς επειδή αυτή ήταν γυναίκα!
ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
Κατά την ερμηνεία, που έδωσε πριν από περίπου 50 χρόνια (1976), όταν πρωτοπαρουσίασε τον όρο (Femicide) σε ομιλία της στο 1ο Διεθνές Δικαστήριο για τα Εγκλήματα κατά των Γυναικών στην έδρα του ΟΗΕ, η εγκληματολόγος Νταϊάνα Ράσελ (Diana E.H. Russel), μία γυναίκα, που παρασύρεται από κάποιον μεθυσμένο οδηγό στον δρόμο ή μία άλλη, που πέφτει νεκρή σε κάποια ληστεία τράπεζας, δεν λογίζεται ως θύμα γυναικοκτονίας. Επιπλέον, ο θύτης μίας γυναικοκτονίας δεν είναι απαραίτητο να είναι άνδρας. Η γυναικοκτονία είναι ένα έγκλημα που διαπράττεται από εκ περιστάσεως ή εκ πεποιθήσεως μισογυνισμό.
Μίσος ενάντια στις γυναίκες
Πρόκειται για τη ριζοσπαστικότερη έκφραση του μίσους ενάντια στις γυναίκες. Εδράζεται στις πατριαρχικές αντιλήψεις της κοινωνίας, όπου η γυναίκα είναι «κτήμα» του άνδρα. Στις αναπτυσσόμενες χώρες, όπου τα ήθη και τα έθιμα καθορίζουν τη χαμηλή στάση της γυναίκας, οι γυναικοκτονίες δεν θορυβούν (πρώτες σε γυναικοκτονίες είναι η αφρικανική ήπειρος και οι ασιατικές χώρες με χαμηλό βιοτικό επίπεδο). Στις ανεπτυγμένες χώρες, όπου η ισοτιμία των δύο φύλων είναι κοινωνικό κεκτημένο, το κίνητρο του μισογυνισμού κρύβεται πίσω από ψυχοπαθογένεια. [ΣΣ. Το 1989, ο Μαρκ Λεπίν όρμησε σε αίθουσα της Πολυτεχνικής Σχολής του Μόντρεαλ στον Καναδά και σκότωσε 14 γυναίκες φωνάζοντας «μισώ τις φεμινίστριες! Είστε συμμορία! Παίρνετε τις θέσεις των ανδρών!».
Συνεπώς, η γυναικοκτονία προσδιορίζει το κίνητρο και ο όρος δεν απαλλάσσει και τις γυναίκες από τον ρόλο του θύτη. Η «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη, η Φραγκογιαννού, είναι η κραυγαλέα περίπτωση συστηματικής γυναικοκτόνου σε μία περίκλειστη νησιωτική κοινωνία των αρχών του 20ού αι., όπου το να είσαι γυναίκα ισοδυναμεί με κατάρα. Έχοντας βιώσει η ίδια την ταπείνωση του φύλου της, προσπαθεί να λυτρώσει από μία αντίστοιχη μοίρα τα θηλυκά μωρά, δολοφονώντας τα.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
Κοινωνίες μουδιασμένες μπροστά στην έμφυλη βία
Καθώς, ωστόσο, οι δεκαετίες περνούν, το αποτρόπαιον του εγκλήματος της Φραγκογιαννούς για το ελληνικό κοινό εντοπίζεται όχι πλέον τόσο στα φονικά όσο στο ότι αυτά γίνονται σε βάρος αθώων βρεφών, αφού στη συνείδηση των πολλών η «σχηματισμένη» γυναίκα αποτελεί το σύνηθες εν δυνάμει θύμα. Παραμένει το «δεύτερο φύλο», που συχνά δέχεται τη μήνι του ανδρός, ο οποίος «ε, άντρας είναι κι άμα η γυναίκα του κάνει καμμία κουτσουκέλα μπορεί να μην καταφέρει να συγκρατήσει τα νεύρα του…» όπως ο αείμνηστος Ψαθάς περιέγραφε το… εύθικτο «κουτσαβάκι» που έστειλε από το ξύλο τη γυναίκα του στο νοσοκομείο, επειδή νόμισε ότι εκείνη τον απατούσε.
Σε όλη τη διάρκεια του 19ου αι. τουλάχιστον στην περιφέρεια, ο θεσμός της πατριαρχίας παραμένει ισχυρός. Η γυναίκα εξακολουθεί να αποτελεί το πειθήνιο υποζύγιο της οικογένειας, που όταν παρεκκλίνει των πλείστων όσων καθηκόντων της, καθυβρίζεται ή και ξυλοκοπείται αδιαμαρτύρητα. Από τον ανελέητο ξυλοδαρμό ίσαμε τον θάνατο ο δρόμος είναι κοντός. Έτσι, το έγκλημα με θύμα το «ασθενές φύλο» μπαίνει περιστασιακά στην καθημερινότητα και, ασφαλώς, δεν αποτελεί πλέον μόνον αποκύημα λογοτεχνικής φαντασίας. Η κοινωνία δείχνει ανεκτική και εξοικειωμένη με τον φόνο «απείθαρχων» ή «άπιστων» γυναικών υπό τους βαρύγδουπους τίτλους στις εφημερίδες «τη σκότωσε διότι τον απάτησε», «η απιστία της συζύγου οδήγησε σε βαρύ οικογενειακό δράμα» και λοιπών ειδήσεων, που συχνά δίνουν την εντύπωση ότι κατατείνουν σε ευθύνη του θύματος.
Καθώς το ποινικό αδίκημα διαχωρίζεται πρωτίστως ως προς τη βαρύτητά του, που βάσει αυτής άλλωστε τιμωρείται, η λεπτομερής καταγραφή είναι υπόθεση πολυτέλειας…
ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
«Οικογενειακή τραγωδία» ή «έγκλημα πάθους ή έρωτα»
Η ανθρωποκτονία, έτσι κι αλλιώς, καταμαρτυρά πληγή του στενού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο συντελείται και όχι της κοινωνίας. Τόσο στα επίσημα στοιχεία όσο και στις αναφορές των Μαζικών Μέσων Ενημέρωσης, ο ανύπαρκτος -για την ώρα- όρος γυναικοκτονία απαντάται ως «οικογενειακή τραγωδία» ή ως «έγκλημα πάθους ή έρωτα». Στατιστικά δεδομένα για τους θανάτους γυναικών ύστερα από βιαιοπραγίες δεν υπάρχουν, καθώς τα στοιχεία για τα εγκλήματα δεν αρχειοθετούνται ανά φύλο. Αλλά το έγκλημα σε βάρος της γυναίκας είναι εδώ και πονάει, κι όσο το φαινόμενο εντείνεται τόσο εκδηλώνονται πρωτοβουλίες αντιμετώπισής του.
Η ελληνική πολιτεία
Επτά χρόνια μετά τη σύνταξή της στην Κωνσταντινούπολη (2011), η ελληνική πολιτεία κυρώνει και ενσωματώνει στον ν. 4531 τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας. Με αυτόν τον τρόπο αναγνωρίζει νομικά και ποινικοποιεί πολλές μορφές έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας, όπως οι απαράδεκτες δικαιολογήσεις εγκλημάτων, συμπεριλαμβανομένων των εγκλημάτων που διαπράττονται στο όνομα της αποκαλούμενης «τιμής», ο ακρωτηριασμός γυναικείων οργάνων, η παρενοχλητική παρακολούθηση / stalking, η ψυχολογική βία ή η σωματική βία.
Ωστόσο, όσο κι αν η γυναίκα τοποθετείται νομικά κάτω από προστατευτικές ομπρέλες, η κοινωνία παραμένει μουδιασμένη. Στο πεδίο της καθημερινότητας, η έμφυλη βία μεταξύ ζευγαριών, είναι υπόθεση που εξελίσσεται στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού, αυστηρά ιδιωτική. Ο γείτονας κλείνει τ’ αφτιά του στις απελπισμένες εκκλήσεις βοηθείας της γυναίκας που ξυλοκοπείται από τον σύντροφό της. «Πού να μπλέκεις τώρα… Γύρευε τι του έκανε» μονολογεί και καθησυχάζει τη συνείδησή του έως ότου πληροφορηθεί ότι η γυναίκα που ούρλιαζε για βοήθεια βρέθηκε νεκρή. Τότε «πέφτει απ’ τα σύννεφα»…
Κατά μεγάλη μερίδα της επιστημονικής κοινότητας, για την έξαρση της έμφυλης βίας ενοχοποιούνται και τα ΜΜΕ. «Ο τρόπος με τον οποίο καλύπτονται οι ειδήσεις που αφορούν γυναικοκτονίες, αλλά και ο λόγος που αναπτύσσεται γύρω από τα σχετικά δημοσιεύματα, έχουν επίπτωση στον τρόπο με τον οποίο ολόκληρη η κοινωνία αντιλαμβάνεται εντέλει την έμφυλη βία» θα σημειώσει για το θέμα η κοινωνική ανθρωπολόγος Άννα Μιχαλακέλη, μιλώντας το 2019 σε σχετική ημερίδα του Εργαστηρίου Σπουδών Φύλου του Τμήματος Κοινωνικής Πολιτικής, Σχολής Πολιτικών Επιστημών του Παντείου Πανεπιστημίου.
Θα εξηγήσει: «Οι ειδήσεις που αναφέρονται σε περιστατικά βιασμών και γυναικοκτονιών τείνουν να αναπαριστούν τις γυναίκες ως θύματα και ως υπεύθυνες για τη βία την οποία έχουν υποστεί. Οι θύτες, από την άλλη, δεν αποτελούν μέρος των ειδήσεων και όταν εμφανίζονται αναπαρίστανται ως οι ήσυχοι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, που κανένας δεν είχε καταλάβει τι μπορεί να έκρυβαν».
Η πανδημία θ’ αλλάξει τα δεδομένα του φαινομένου και τη ματιά της κοινωνίας. Οι γυναικοκτονίες θα πυκνώσουν και η κοινή γνώμη θα αρχίσει να θορυβείται φοβούμενη ότι εντέλει το πρόβλημα μπορεί να μην είναι και τόσο μακριά από το κατώφλι του καθενός. Η γυναικοκτονία παραπέμπει πια περισσότερο σε παθογένεια κοινωνικού συνόλου, παρά σε μεμονωμένες περιπτώσεις διαταραγμένης οικογενειακής γαλήνης…
Κατά τα πιο πρόσφατα στοιχεία των Ηνωμένων Εθνών, μόνο στο pick της πανδημίας και της καραντίνας, το έτος 2021, 45.000 γυναίκες/κορίτσια δολοφονήθηκαν ανά τον κόσμο από συζύγους, συντρόφους ή άλλα άτομα του περιβάλλοντός τους.
Το φαινόμενο στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα, τον Νοέμβριο του 2018, ο όρος γυναικοκτονία εμφανίζεται για πρώτη φορά στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Τον εισάγει το αποτρόπαιο έγκλημα με θύμα την 21χρονη φοιτήτρια Ελένη Τοπαλούδη στη Ρόδο. Οι νεαροί θύτες Μανόλης Κούκουρας 21 χρόνων και Αλέξανδρος Λουτσάι 19, αφού εισπράττουν την άρνηση της κοπέλας να συνευρεθούν ερωτικά μαζί της, τη βιάζουν, την τραυματίζουν σοβαρά στο κεφάλι και την πετούν ζωντανή από ύψος σε βράχια, όπου βρίσκει τραγικό θάνατο.
Η κοινή γνώμη παρακολουθεί αποσβολωμένη τα τεκταινόμενα. Ο νέος όρος δημιουργεί σύγχυση. «Νεολογισμός του συρμού» θα πουν πολλοί. Αλλά όσο τα χρόνια περνούν και η εξέλιξη των κοινωνιών θεωρητικώς προοιωνίζεται βελτίωση της θέσης της γυναίκας, η θανάτωσή της στα χωρικά όρια της έμφυλης βίας κάθε άλλο παρά κοινωνική πρόοδο φανερώνει. «Ο όρος “ ανθρωποκτονία” δεν μας λέει τίποτα για τις σχέσεις ανδρών / γυναικών» θα δηλώσει τότε η καθηγήτρια Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου Γεωργία Πετράκη και θα εξηγήσει: «Και οι όροι “ συζυγικό έγκλημα” ή “ συζυγική βία” δεν μας λένε επίσης κάτι σχετικό. Άρα το γεγονός ότι τα θύματα στη μεγάλη τους πλειοψηφία είναι γυναίκες, είναι αόρατο. Δεν είναι τυχαίο ότι εκτός από την ίδια την Ελένη Τοπαλούδη, στόχος στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης έγινε και ο ίδιος ο όρος, ο οποίος χαρακτηρίστηκε σεξιστικός. Αλλά η γυναικοκτονία εξειδικεύει τον όρο ανθρωποκτονία για να αναδείξει το πρόβλημα της έμφυλης βίας […] Το να σκοτώνεις μία γυναίκα επειδή είναι γυναίκα πρέπει να είναι ένας επιβαρυντικός όρος στο κίνητρο του φόνου».
O εγκλεισμός την περίοδο της έξαρσης του Covid πυροδοτεί το φαινόμενο της γυναικοκτονίας, που οι ειδικοί επιστήμονες προσπαθούν να ερμηνεύσουν ως αποτέλεσμα της συνεχούς τριβής των ζευγαριών μέσα στον περιορισμένο χώρο του σπιτιού. Ο φόβος, το αυξημένο στρες, η εστιασμένη σκέψη σε ένα αβέβαιο «αύριο», η απερίσπαστη μονότονη καθημερινότητα ξεθάβουν τα ταπεινότερα ένστικτα οδηγώντας ουκ ολίγες φορές σε ολέθρια αποτελέσματα, κυρίως σε βάρος των γυναικών. Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι. Μέσα σε διάστημα μόλις ενός χρόνου, οι γυναικοκτονίες στην Ελλάδα υπερ-τριπλασιάζονται!
Τα στατιστικά στην Ελλάδα
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία που παραχώρησε η Ελληνική Αστυνομία, από το 2020 (4 περιπτώσεις) έως και το 2024 στην ελληνική επικράτεια καταγράφηκαν συνολικά 53 γυναικοκτονίες (τα 40 θύματα ήταν Ελληνίδες, οκτώ Αλβανές, μία Νορβηγίδα, μία Πακιστανή, μία Γεωργιανή, μία Ρουμάνα και μία γυναίκα θύμα προερχόμενη από τη Συρία). Δεκαπέντε από αυτά τα φονικά διαπράχθηκαν το έτος 2021 και 13 το 2022. Το 2023 ο δραματικός αριθμός έπεσε στο 6 για να σκαρφαλώσει και πάλι στο 15 το 2024.
Όλα, ανεξαιρέτως, τα εγκλήματα έγιναν από συζύγους νυν ή τέως, συντρόφους νυν ή τέως. Για την ακρίβεια:
Το 2020 τρεις σύζυγοι και ένας σύντροφος σκότωσαν τις συμβίες τους.
Το 2021 οι θύτες ήταν σύζυγοι σε 11 περιπτώσεις, τέως σύζυγος σε μία και σύντροφοι σε τρεις περιπτώσεις.
Το 2022 θύτες ήταν οκτώ σύζυγοι, τρεις σύντροφοι και δύο τέως σύντροφοι.
Το 2023 οι θύτες ήταν σύζυγοι σε τρεις περιπτώσεις, τέως σύζυγος σε μία και σύντροφοι σε δύο.
Το 2024 οι θύτες ήταν επτά σύζυγοι, πέντε σύντροφοι, δύο τέως σύντροφοι και ένας τέως σύζυγος του θύματος.
Οι ηλικίες των θυμάτων σε 46 περιπτώσεις ήταν κάτω των 60 χρόνων, με τα περισσότερα εξ αυτών (συνολικά 19) να κυμαίνονται μεταξύ 35 και 45 χρόνων.
Διευκρινίζεται, ότι τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του εγκλήματος, που κατά την ΕΛΑΣ συνιστά γυναικοκτονία, είναι συγκεκριμένα: Θύμα γυναίκα, θύτης πρώην ή νυν σύζυγος ή σύντροφος, κίνητρο έμφυλο. Κατά άλλους φορείς, ωστόσο, ως γυναικοκτονίες εκλαμβάνονται και εγκλήματα με επιπρόσθετα ποιοτικά χαρακτηριστικά ή με το ένα και μόνο: Θύμα γυναίκα. Ως εκ τούτου, τα στατιστικά στοιχεία, που κατά καιρούς παρουσιάζονται, διαφέρουν.
«Στην Ελλάδα δεν υπάρχει επίσημος φορέας, υπεύθυνος για τη συλλογή στοιχείων, την καταγραφή και ανάλυση των κοινωνικών χαρακτηριστικών των γυναικοκτονιών. Η δυσκολία κατανόησης των διαστάσεων του φαινομένου εντείνεται από την έλλειψη δημοσιευμένων δεδομένων και ερευνών, αλλά και τις πολιτικές των ΜΜΕ, που επιλέγουν να προβάλλουν μόνον τις “ θεαματικές” δολοφονίες γυναικών ή κάποιες όψεις τους, αποσιωπώντας άλλες, με αποτέλεσμα η αποτύπωση των γυναικοκτονιών από τα εγχώρια μέσα να είναι συγκεχυμένη» αναφέρεται εκ μέρους της ελληνικής ομάδας του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου για τις Γυναικοκτονίες (European Observatory on Femicide), σύμφωνα με τα στοιχεία της οποίας, μόνο σε διάστημα τεσσάρων ετών (2020-2023), σημειώθηκαν στην Ελλάδα 90 γυναικοκτονίες.
Σε κάθε περίπτωση, κατά την κοινωνική ανθρωπολόγο, μέλος του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου του Παρατηρητηρίου, Αθηνά Πεγκλίδου, «το κυρίαρχο πρότυπο της γυναικοκτονίας στην Ελλάδα είναι η δολοφονία από στενό/ερωτικό σύντροφο, ενώ η αντιπροσωπευτική μελέτη περίπτωσης είναι νέος άνδρας που έχει δολοφονήσει τη σύντροφο ή τη σύζυγό του λόγω υπερβολικής ζήλειας και ίσως μετά από δική της απόπειρα να διαλύσει τη σχέση».
Εν τω μεταξύ, όσο το φαινόμενο διευρύνεται τόσο φουντώνει μία ταραχώδης ζύμωση μεταξύ των νομικών κύκλων για το αν η δολοφονία μίας γυναίκας από τον σύζυγο ή σύντροφό της με έμφυλα κίνητρα είναι φαινόμενο που θα πρέπει να τυποποιηθεί στον νόμο, στο πλαίσιο μίας προσπάθειας να προσδιοριστούν επακριβώς τα εγκλήματα που αποτελούν γυναικοκτονίες και να αντιμετωπισθούν.
Η ποινικολόγος Φιόνα Σφουντούρη εξηγεί:
«Η νομική κοινότητα διερευνά αν η γυναικοκτονία συνιστά ιδιώνυμο έγκλημα κακουργηματικής υφής ή κοινή ανθρωποκτονία. Οι υποστηρικτές της πρώτης άποψης εκτιμούν ότι το συγκεκριμένο αδίκημα, που έχει λάβει εκρηκτικές κοινωνικές διαστάσεις, φέρει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τυποποίησης: Θύμα γυναίκα, δράστης σύζυγος ή σύντροφος, κίνητρο έμφυλο. Οι υποστηρικτές της δεύτερης άποψης θεωρούν ότι η γυναικοκτονία δεν αποτελεί ιδιώνυμο έγκλημα, είναι μια ακόμη ανθρωποκτονία και δεν χρήζει διάκρισης φύλου, διότι αντιβαίνει, λένε, στην αρχή της ισότητας απέναντι στον νόμο και στην αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω φύλου· ούτως ή άλλως ο δράστης μιας ανθρωποκτονίας απειλείται με τη βαρύτερη των ποινών, την ισόβια κάθειρξη».
Η Ελλάδα, πάντως, προσχωρεί -τουλάχιστον για την ώρα- στη δεύτερη άποψη, αφού με τον ισχύοντα Ποινικό Κώδικα η γυναικοκτονία δεν αποτελεί αυτοτελές και αυθύπαρκτο αδίκημα. Η θέση του υπουργείου Δικαιοσύνης, διά στόματος του υπουργού Γιώργου Φλωρίδη, είναι ότι η τυποποίηση του συγκεκριμένου κακουργήματος δεν θα έχει καμία πρακτική νομική συνέπεια, επειδή έτσι κι αλλιώς η ποινική αντιμετώπιση της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως επισύρει ισόβια κάθειρξη, τη βαρύτερη των ποινών, οπότε δεν προκύπτει ανάγκη περαιτέρω αυστηροποίησης.
«Ως νομικός εκτιμώ ότι ο παλμός της κοινωνίας είναι αυτός που θα πρέπει να κινεί το χέρι του νομοθέτη. Θα πρέπει να διεκδικήσουμε ενεργή και ουσιαστικότερη αντιμετώπιση της έμφυλης βίας σε όλα τα επίπεδα και στη νομική αναγνώριση της « γυναικοκτονίας».
«Δεν θεωρώ ότι η αναγωγή της σε ιδιώνυμο αδίκημα αντίκειται στην ισότητα απέναντι στον νόμο και τούτο διότι το κίνητρο είναι έμφυλο, δηλαδή το θύμα είναι γυναίκα, αλλά ο δράστης μιας γυναικοκτονίας μπορεί να είναι ένας άντρας ή και μία γυναίκα. Άλλωστε, αν δεχθούμε ότι αυτή η αναγνώριση δεν είναι σημαντική, θα πρέπει να αναζητήσουμε και το νόημα της επικύρωσης της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης» σημειώνει η κ. Σφουντούρη.
Ν’ ανοίξουν τ’ αφτιά της κοινωνίας και της πολιτείας
Σε κάθε περίπτωση, η γυναικοκτονία είναι φαινόμενο που απειλεί να ριζώσει στο κύτταρο της ελληνικής κοινωνίας. Η αντιμετώπισή της ως κακουργήματος, ιδιώνυμου ή μη, είναι το τελευταίο στάδιο. Όταν πλέον το κακό έχει γίνει. Η έμφυλη βία δεν είναι εκδήλωση κοινωνικής παθογένειας, που θεραπεύεται με παυσίπονα ή με τιμωρία. Το ζητούμενο είναι ν’ ανοίξουν τ’ αφτιά της κοινωνίας και της πολιτείας, για να αφουγκράζονται το φαινόμενο εν τη γενέσει του, γιατί όταν θα χρειαστεί να επέμβει ο νόμος θα είναι πια πολύ αργά.
«Τούτη τη στιγμή, που μιλάμε, μέσα του Φεβρουαρίου 2025, μια ακόμη γυναικοκτονία έχει προστεθεί στα στατιστικά της Αστυνομίας. Ένας σύζυγος στις Σέρρες αφαίρεσε τη ζωή της γυναίκας του. Το ερώτημα που διψάει για απάντηση είναι στις πόσες γυναικοκτονίες θα αναμετρηθούμε με τη μάστιγα και λιγότερο στο αν η νομική χρήση του όρου δημιουργεί, ή όχι, κάμψη στην αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω φύλου. Ανεξάρτητα από την όποια διάσταση απόψεων, ουδείς μπορεί να αρνηθεί ότι η έμφυλη βία είναι παρούσα και ακμάζουσα. Η μεγαλύτερη υποστήριξη των γυναικών ήδη από το πρώτο στάδιο εκδήλωσης βίας, η παιδεία και η ενίσχυση των μηχανισμών πρόληψης, καθώς και η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητάς τους, αποτελούν αδήριτη ανάγκη και όχι πια πεδίο συζήτησης» καταλήγει η ποινικολόγος.