Οι κυβερνήσεις στην Ευρώπη προσπαθούν να προσαρμοστούν στη νέα συνθήκη που διαμορφώνεται ύστερα από την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ και την ντε φάκτο εκκίνηση μιας ειρηνευτικής διαπραγμάτευσης, που βεβαίως ούτε εύκολη θα είναι ούτε και σύντομη και της οποίας προς το παρόν δεν αποτελούν τμήμα, αφού η αμερικανική κυβέρνηση προκρίνει τη διαπραγμάτευση απευθείας με τη Ρωσία αλλά και με την Ουκρανία. Ακόμη και στο ζήτημα της αξιοποίησης του ορυκτού πλούτου της Ουκρανίας ως τρόπου χρηματοδότησης της ανοικοδόμησης και εν μέρει κάλυψης των μεγάλων πακέτων βοήθειας στο Κίεβο μέχρι τώρα, η Ευρώπη δείχνει να μένει εκτός της συζήτησης, αν κρίνουμε από την ανακοίνωση αρχικής συμφωνίας ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ουκρανία για την εκμετάλλευση των ορυκτών της τελευταίας. Συμφωνία που δείχνει να επιτυγχάνεται παρά τις ιδιαίτερα επικριτικές αναφορές του προέδρου Τραμπ στον Ουκρανό πρόεδρο Ζελένσκι.
Όμως, η προσπάθεια αυτή προσαρμογής δεν έχει να κάνει τόσο με τη δυσκολία της διαπραγμάτευσης, όσο με το ότι μέχρι πρότινος οι περισσότερες κυβερνήσεις στην Ευρώπη δεν συζητούσαν καν το ενδεχόμενο να υπάρξει μια ειρηνευτική διαδικασία που κάπως να αντιστοιχεί στον αντικειμενικό συσχετισμό που έχει διαμορφωθεί στο ίδιο το έδαφος της Ουκρανίας, καθώς η επίσημη θέση τους παρέμενε ότι ειρήνη θα έρθει μόνο όταν ηττηθεί η Ρωσία και αποσυρθεί στα σύνορα του 2014.
Μια επίσημη θέση που ήρθε σε συνέχεια μιας αποτυχίας της Ευρώπης να αποτρέψει το ενδεχόμενο του πολέμου, καθώς ούτε το 2014 αντιλήφθηκε το βάθος των εσωτερικών διαιρέσεων στην Ουκρανία που οδήγησαν σε έναν εμφύλιο πόλεμο, ούτε μετά το 2014 αντιμετώπισε τις συμφωνίες του Μινσκ, τις οποίες η ίδιες διαχειρίστηκε πρωτίστως, αφού η Γαλλία και η Γερμανία αποτελούσαν τμήμα τους, ως δρόμο για μια πολιτική λύση του Ουκρανικού ζητήματος που σε εκείνη τη φάση ακόμη αφορούσε την αυτονομία των ανατολικών περιοχών και όχι τον περιορισμό της επικράτειας της Ουκρανίας. Ακόμη και όταν ξέσπασε ο πόλεμος πάλι δεν υπήρξαν πρωτοβουλίες για έγκαιρο τερματισμό του.
Και τώρα που ξεκινά η διαπραγμάτευση, που δεν θα είναι καθόλου εύκολη, καθώς όπως και ο Ντόναλντ Τραμπ διαπιστώνει η Ρωσία δεν αισθάνεται πιεσμένη να παραχωρήσει αυτά που έχει κατακτήσει (και μπορεί να κατακτήσει ακόμη) στα πεδία των μαχών, πάλι η Ευρώπη δυσκολεύεται να πάρει ουσιαστικές πρωτοβουλίες.
Ακόμη χειρότερα, βλέπουμε να συζητιούνται προτάσεις που απλώς θα κάνουν τα πράγματα χειρότερα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα να χρησιμοποιηθούν ως μοχλός πίεσης τα περιουσιακά στοιχεία της Ρωσίας που βρίσκονται στο Euroclear, ύψους 200 δισεκατομμυρίων, όχι απλώς ως μοχλό πίεσης στη Μόσχα, αλλά ακόμη και ως άμεση οικονομική ενίσχυση στην Ουκρανία για να συνεχίσει τον πόλεμο, ακόμη και εάν οι ΗΠΑ αποσύρουν τη δική τους υποστήριξη. Θέση που σύμφωνα με το Politico υποστηρίζει ακόμη και η επικεφαλής της ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής Κάγια Κάλας. Προτάσεις που ισοδυναμούν με επικίνδυνο δρόμο συνολικά για τις διεθνείς οικονομικές συναλλαγές, καθώς οι τοποθετήσεις εκτός συνόρων τέτοιου τύπου θεωρούνταν γενικά εγγυημένες και που βέβαια ισοδυναμούν επίσης με επιβολή πολεμικών αποζημιώσεων χωρίς να έχει υπογραφεί η συμφωνία ειρήνης και να έχουν αποσαφηνιστεί οι όροι της. Και προσοχή δεν μιλάμε για το δικαίωμα να χρησιμοποιηθούν τα κέρδη από αυτά τα τοποθετημένα περιουσιακά στοιχεία, αλλά να κατασχεθούν τα ίδια.
Όλα αυτά στηρίζονται στην αναζήτηση «μοχλών πίεσης» ως προς την επίλυση μιας πολεμικής σύγκρουσης, που παραβλέπει ότι ακριβώς επειδή έχουμε να κάνουμε με μια πολεμική σύγκρουση που εξελίσσεται στα πεδία των μαχών, είναι ο συσχετισμός εκεί που τελικά μετράει και ως προς αυτόν η Ευρώπη έχει μάλλον αποτύχει να τον επηρεάσει στην κατεύθυνση που θα ήθελε.
Βεβαίως, υπάρχει και η επιχειρηματολογία που επιμένει ότι η Ευρώπη διατηρεί ένα ηθικό πλεονέκτημα και άρα μπορεί να κάνει τέτοιες προτάσεις γιατί σε τελική ανάλυση εξακολουθεί να υπερασπίζεται το διεθνές δίκαιο, εν προκειμένω το απαραβίαστο των συνόρων. Αφήνοντας κατά μέρος το γεγονός ότι η Ουκρανική κρίση έχει ένα μεγαλύτερο βάθος από τον περιορισμό της στη ρωσική εισβολή και προσάρτηση περιοχών της Ουκρανίας, η Ευρώπη δεν έχει επιδείξει σε όλες τις διεθνείς κρίσεις την ίδια προσπάθεια υπεράσπισης του διεθνούς δικαίου και διατήρησης του ηθικού πλεονεκτήματος, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα το γεγονός ότι κατά βάση νομιμοποίησε τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του Ισραήλ στη Γάζα, για τις οποίες ακόμη και διεθνείς οργανισμοί διαπίστωσαν ενδεχόμενη γενοκτονική πρόθεση, αντιμετωπίζοντας τις ως «νόμιμη άμυνα», χωρίς καμία στιγμή να εξετάσει π.χ. το ενδεχόμενο κυρώσεων σε βάρος του Ισραήλ.
Και βέβαια μπορεί η Ευρώπη να διαμαρτύρεται τώρα για αυτά που λέει ο Τραμπ για τον Ζελένσκι ή να κατηγορεί τον νέο ένοικο του Λευκού Οίκου ότι εναρμονίζεται με τις απόψεις του Πούτιν, εντούτοις η ίδια ουδέποτε δήλωσε ότι θα μπορούσε να δώσει το είδος της υποστηρίξης ή ακόμη και της άμεσης πολεμικής εμπλοκής που θα μπορούσε να αλλάξει τον συσχετισμό υπέρ της Ουκρανίας. Με αποτέλεσμα, να διαμαρτύρεται για τη ρωσοαμερικανική διαπραγμάτευση υποστηρίζοντας ότι «την αφήνει απέξω», όταν αυτό που κυρίως επιδιώκει είναι οι ΗΠΑ να είχαν κρατήσει μια διαφορετική στάση. Κάτι που δείχνει ότι η ευρωπαϊκή αντίληψη του ατλαντισμού παραμένει εντός ενός «καταμερισμού εργασίας» όπου είναι οι ΗΠΑ αυτές που κατά βάση αναλαμβάνουν τον ρόλο του «ένοπλου βραχίονα» της «Συλλογικής Δύσης».
Και ακόμη και οι δηλώσεις π.χ. του Φρίντριχ Μερτς ότι πλέον η Ευρώπη θα πρέπει να προετοιμαστεί για μια συνθήκη όπου οι ΗΠΑ δεν θα εγγυώνται απροϋπόθετα τη δέσμευση αμοιβαίας άμυνας του ΝΑΤΟ ή ότι θα μπορούσαν τα βρετανικά και γαλλικά πυρηνικά όπλα να υποκαταστήσουν για τη Γερμανία την αμερικανική πυρηνική ομπρέλα, στην πραγματικότητα περισσότερο αποτυπώνουν τη δυσκολία αναζήτησης ενός αυτοτελούς ευρωπαϊκού αμυντικού πόλου.
Γιατί το πρόβλημα της Ευρώπης σε σχέση με την «πολιτική εξωτερικών και άμυνας» δεν ήταν ποτέ μόνο ούτε και κυρίως οικονομικό, παρότι υπήρξαν οικονομίες που στηρίχτηκαν σε σχετικά χαμηλές αμυντικές δαπάνες, ούτε οργανωτικό, δηλαδή το ξεπέρασμα των προβλημάτων για τη διαμόρφωση ενός δυνητικού «ευρωστρατού».
Το πρόβλημα ήταν πάντα πολιτικό και στρατηγικό και αφορά όλη την περίοδο από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και μετά. Γιατί η εγκατάλειψη των αρχικών διακηρύξεων για έναν κόσμο όπου θα διαμορφώνονταν συνεργατικοί μηχανισμοί συλλογικής ασφάλειας στην Ευρώπη, και η συνακόλουθη προσχώρηση στη στρατηγική της επέκτασης του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά, μαζί με την επί της ουσίας συμπόρευση με τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» – έστω και με την εξαίρεση της διαφοροποίησης το 2003 – σήμαινε ότι ουδέποτε έγινε προσπάθεια για μια διαφορετική ευρωπαϊκή πολιτική. Το ίδιο έγινε στην έναρξη του «Νέου Ψυχρού Πολέμου» με την επίσης προσχώρηση σε μια ορισμένη αμερικανική οπτική που επέλεξε να κλιμακώσει ταυτόχρονα τη ρήξη με τη Ρωσία και τον ανταγωνισμό με την Κίνα, όπου και πάλι ουδέποτε υπήρξε μια ευρωπαϊκή συζήτηση για το εάν μπορούσε να υπάρξει μια διαφορετική προσέγγιση που να αποτρέπει την πολεμική κλιμάκωση. Το ίδιο και στη Μέση Ανατολή και άλλες «θερμές ζώνες» του πλανήτη.
Είναι αυτή η απουσία μιας διακριτής στρατηγικής και πρωτίστως η απροθυμία ουσιαστικής συζήτησης πάνω σε αυτή που μπορεί να εξηγήσει την τρέχουσα ευρωπαϊκή αμηχανία. Τμήμα και αυτό μιας συνολικότερης πολιτικής κρίσης και κρίσης ηγεσίας στην Ευρώπη.