Η συζήτηση για την οικονομική αναζωογόνηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσω του αμυντικού εξοπλισμού έχει ενταθεί, καθώς οι παγκόσμιες γεωπολιτικές εντάσεις ενισχύονται. Ο Ντόναλντ Τραμπ πιέζει τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες πάνω από το 2% του ΑΕΠ, προτείνοντας έναν νέο στόχο της τάξης του 5%. Παράλληλα, η παρατεταμένη σύγκρουση στην Ουκρανία και οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις που ενδέχεται να ευνοήσουν τη Ρωσία έχουν οδηγήσει πολλές ευρωπαϊκές χώρες σε ένα πρωτοφανές εξοπλιστικό πρόγραμμα.
Η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξετάζει ένα νέο μηχανισμό κοινής έκδοσης χρέους, καθώς και την αναστολή των δημοσιονομικών κανόνων, ώστε να διευκολυνθεί η χρηματοδότηση αυτής της αμυντικής επέκτασης. Ωστόσο, παρά τις προσδοκίες για ώθηση του ΑΕΠ έως 1,5%, αρκετοί ειδικοί προειδοποιούν ότι η κατακερματισμένη και ανεπαρκώς ανεπτυγμένη ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία δεν μπορεί να απορροφήσει αυτό το κύμα επενδύσεων. Έτσι, υπάρχει κίνδυνος τα οφέλη να είναι ελάχιστα, ή ακόμη και να προκύψει αρνητική επίδραση στο ΑΕΠ.
Οικονομική ανάπτυξη ή οικονομική παγίδα;
Το Ινστιτούτο του Κιέλου και το London School of Economics, σε πρόσφατη μελέτη τους, υπολόγισαν ότι η ΕΕ θα χρειαστεί να αυξήσει τις αμυντικές της δαπάνες κατά 300 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως. Σε ένα ιδανικό σενάριο, αυτή η επένδυση θα μπορούσε να προσθέσει 0,9% έως 1,5% στο ΑΕΠ της Ευρωζώνης.
Ωστόσο, ο Ethan Ilzetzki, ένας από τους συντάκτες της έρευνας, προειδοποιεί ότι αυτή η θετική προοπτική εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Εάν η χρηματοδότηση γίνει μέσω φορολογικών αυξήσεων ή με μη βιώσιμα δάνεια, τότε η ανάπτυξη του ΑΕΠ θα είναι περιορισμένη ή ακόμη και αρνητική.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως δεν είναι η χρηματοδότηση, αλλά η δομή της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας. Το 80% των αμυντικών προμηθειών της ΕΕ προέρχεται από χώρες εκτός Ευρώπης, με τις Ηνωμένες Πολιτείες να κυριαρχούν στις εξαγωγές στρατιωτικού εξοπλισμού.
«Για να δει η Ευρώπη πραγματική ανάπτυξη από αυτή την επένδυση, θα πρέπει τα κεφάλαια να διοχετευθούν στις δικές της βιομηχανίες. Αντίθετα, το μεγαλύτερο μέρος αυτών των χρημάτων θα καταλήξει στις ΗΠΑ», προειδοποιεί η S&P Global.
Μια κατακερματισμένη αμυντική βιομηχανία
Σύμφωνα με τα στοιχεία, η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία απασχολεί μόλις το 0,3% του εργατικού δυναμικού της ΕΕ, ενώ η κατακερματισμένη φύση της περιορίζει τη δυνατότητα αύξησης της παραγωγής.
Μόνο 19 από τις 100 μεγαλύτερες αμυντικές βιομηχανίες στον κόσμο είναι ευρωπαϊκές, σε σύγκριση με τις 45 των ΗΠΑ. Αυτό σημαίνει ότι η Ευρώπη δεν διαθέτει αρκετούς «πρωταθλητές» στον τομέα της άμυνας, γεγονός που δυσκολεύει την αυτόνομη ανάπτυξη της βιομηχανίας.
Το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ αναφέρει ότι «η ΕΕ έχει δομηθεί ώστε να παρέχει κοινωνικά οφέλη και οικονομική σταθερότητα, και όχι να χρηματοδοτεί μαζικές στρατιωτικές επενδύσεις».
Σύμφωνα με το ING, το γεγονός ότι το 80% των εξοπλιστικών αγορών γίνεται εκτός ΕΕ σημαίνει ότι το μεγαλύτερο μέρος της επένδυσης θα φύγει από τα ευρωπαϊκά σύνορα. Η μαζική αύξηση του αμυντικού προϋπολογισμού ενδέχεται να μην προσφέρει στην οικονομία το αναμενόμενο «σωσίβιο» και αντίθετα να δημιουργήσει περισσότερες πιέσεις στα δημόσια οικονομικά.
Ο κίνδυνος της αύξησης του χρέους
Μία από τις βασικές ανησυχίες είναι ότι η μαζική έκδοση κρατικών ομολόγων για τη χρηματοδότηση των εξοπλιστικών προγραμμάτων θα μπορούσε να οδηγήσει σε επανεμφάνιση της κρίσης χρέους στην Ευρωζώνη.
«Οι ανισότητες μεταξύ των κρατών-μελών θα αυξηθούν, καθώς χώρες όπως η Γαλλία, η Ιταλία και το Βέλγιο ήδη ξεπερνούν το 100% του ΑΕΠ τους σε δημόσιο χρέος», αναφέρει η Capital Economics.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το έλλειμμα στην Ευρωζώνη θα φτάσει το 3% το 2024 και θα μειωθεί στο 2,8% έως το 2026, πλησιάζοντας τα όρια της δημοσιονομικής σταθερότητας. Ωστόσο, χώρες όπως η Γαλλία (6,1%), η Ιταλία (3,6%) και η Πολωνία (9,1%) βρίσκονται σε ιδιαίτερα επισφαλή κατάσταση.
Η επιβολή αυστηρότερων μέτρων λιτότητας για να ισοσκελιστούν οι αμυντικές δαπάνες μπορεί να επιδεινώσει την κατάσταση, προκαλώντας κοινωνική δυσαρέσκεια και πολιτικές εντάσεις.
Η βιομηχανία της άμυνας ή των… ΗΠΑ;
Ένα ακόμη πρόβλημα είναι ότι οι ευρωπαϊκές αμυντικές βιομηχανίες δεν μπορούν να ανταποκριθούν πλήρως στη ζήτηση, κάτι που οδηγεί την ΕΕ να αγοράζει όλο και περισσότερα όπλα από τις ΗΠΑ.
«Αυτό που συνέβη το 2018 με το αμερικανικό φυσικό αέριο μπορεί να επαναληφθεί», σχολιάζει η Gavekal Economics. Τότε, η ΕΕ αγόρασε τεράστιες ποσότητες αμερικανικού LNG σε αντάλλαγμα για μία προσωρινή ανακωχή στους εμπορικούς δασμούς.
Ομοίως, η τρέχουσα κούρσα εξοπλισμών μπορεί να οδηγήσει σε νέες συμφωνίες για όπλα με τις ΗΠΑ, με αντάλλαγμα την αποφυγή μιας διατλαντικής εμπορικής σύγκρουσης.
Πού βαδίζει η ΕΕ;
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξετάζει μια κοινή επένδυση 500 δισεκατομμυρίων ευρώ για την άμυνα την επόμενη δεκαετία, με πιθανές εκδόσεις κοινού χρέους ή ακόμα και την ενεργοποίηση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM).
Ωστόσο, οι διαφωνίες μεταξύ των κρατών-μελών είναι τεράστιες. Γερμανία και Ολλανδία απορρίπτουν την ιδέα της κοινής χρηματοδότησης, ενώ Ισπανία και Βέλγιο την υποστηρίζουν ένθερμα.
Όποια κι αν είναι η τελική απόφαση, η Ευρώπη θα πρέπει να αντιμετωπίσει μια ιστορική πρόκληση: να επενδύσει μαζικά στην άμυνα, χωρίς να καταστρέψει τη δημοσιονομική της ισορροπία και χωρίς να αφήσει τα οικονομικά οφέλη να φύγουν προς τις ΗΠΑ.
Το ερώτημα παραμένει: Θα καταφέρει η ΕΕ να ισορροπήσει την ασφάλεια και την οικονομική της σταθερότητα; Ή μήπως η αμυντική κούρσα θα φέρει περισσότερα προβλήματα απ’ όσα θα λύσει;