Ο Ντόναλντ Τραμπ σε αυτή τη θητεία του φαίνεται να θέλει να εφαρμόσει όσο πιο νωρίς ένα μεγάλο μέρος από τις προεκλογικές δεσμεύσεις του. Με το βλέμμα στραμμένο όχι μόνο στα ίδια τα αποτελέσματα των μέτρων, αλλά και στο εάν διαμορφώνουν ένα θετικό κλίμα στην κοινή γνώμη. Πράγμα λογικό για έναν Αμερικανό πρόεδρο που σε μεγάλο βαθμό στηρίζει τις επιλογές του στο πώς βλέπει το «κλίμα» στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Αυτό φαίνεται και με τις αποφάσεις για επιβολή δασμών στους βασικούς εμπορικούς ανταγωνιστές (αλλά και εταίρους) των ΗΠΑ. Φαινομενικά, οι επιλογές του Τραμπ είναι συνεπείς προς την προσπάθειά του για μια πολιτική της μορφής «Πρώτα η Αμερική». Άλλωστε, έτσι το δικαιολογεί: επιβάλλοντας δασμούς, οι εισαγωγές ξένων προϊόντων θα μειωθούν, αφού αυτές θα γίνουν ακριβότερες, και οι καταναλωτές θα αγοράσουν αμερικανικά προϊόντα και έτσι θα ενισχυθεί η αμερικανική οικονομία.

Τη θέση του αυτή ο Τραμπ την υποστηρίζει και με ιστορικές αναφορές. Συχνά επικαλείται τον ΜακΚίνκλεϊ και τους δασμούς που εκείνος επέβαλε για να ενισχύσει την αμερικανική μεταποίηση. Και είναι αλήθεια ότι οι ΗΠΑ, ιδίως στον 19ο αιώνα είχαν μια πρακτική προστατευτισμού. Ιδίως ο βιομηχανικός Βορράς, που ήθελε προστατευτικούς φραγμούς για να αναπτύξει τους μεταποιητικούς κλάδους, σε αντιδιαστολή με τον Νότο, όπου οι φυτείες με τους σκλάβους ήταν στραμμένες στο διεθνές εμπόριο και δεν ήθελαν τους δασμούς. Βεβαίως, τότε οι ΗΠΑ ήταν μια χώρα χωρίς πρακτικά φορολογία στο ομοσπονδιακό επίπεδο και οι δασμοί ήταν η βασική πηγή εσόδων για την ομοσπονδιακή κυβέρνηση.

Όμως, ακόμη και εάν μορφές προστατευτισμού έπαιξαν ρόλο στην ανάπτυξη της αμερικανικής βιομηχανίας, οι ΗΠΑ έγιναν η μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο κατά βάση επειδή προώθησαν μια φιλελευθεροποίηση του παγκόσμιου εμπορίου. Ως ένα βαθμό, μάλιστα, εγγυήθηκαν σε άλλες χώρες ότι θα μπορούσαν να αναπτυχθούν οικονομικά με το να εξάγουν προϊόντα στις ΗΠΑ, αρκεί κανείς να αναλογιστεί την Ιαπωνία ή τη Γερμανία.

Και παρότι και σε προηγούμενες φάσεις – π.χ. στην πρώτη θητεία Ρήγκαν – υπήρξε ένα κλίμα ότι οι μαζικές εισαγωγές προϊόντων από χώρες όπως η Ιαπωνία ενίσχυαν δυναμικές αποβιομηχάνισης στο εσωτερικό των ΗΠΑ, στην πραγματικότητα ο μετασχηματισμός αφορούσε την ίδια την αμερικανική οικονομία: μεγαλύτερη έμφαση στις υπηρεσίες, εντεινόμενη χρηματιστικοποίηση της οικονομίας αλλά και δημιουργία μιας συνθήκης όπου ηγετικές αμερικανικές εταιρείες επέλεγαν να μεταφέρουν τμήμα της παραγωγικής διαδικασίας εκτός συνόρων. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι δεν ισχύει μια απλή μονοσήμαντη σχέση όπου ήρθαν οι εισαγωγές από την Κίνα ή το Μεξικό και έκλεισαν οι αντίστοιχες αμερικανικές επιχειρήσεις.

Ούτε ισχύει ότι οι χώρες που ανταγωνίζονται τις ΗΠΑ στηρίχτηκαν πρωτίστως στους δασμούς για να ανασυγκροτήσουν τη δική τους βιομηχανία. Εάν κανείς κοιτάξει τα πετυχημένα παραδείγματα ενδογενούς βιομηχανικής ανάπτυξης σε διάφορες φάσεις, από τη Γερμανία και την Ιαπωνία μέχρι την Νότια Κορέα και προφανώς την ίδια την Κίνα θα δει μια πιο σύνθετη πραγματικότητα.

Κυρίως θα διαπιστώσει ότι σε αντίθεση με τη ρητορική του Τραμπ, αυτό που ενίσχυε την εσωτερική βιομηχανική δυναμική δεν ήταν απλώς ένας προστατευτισμός που ενδυνάμωνε την εσωτερική παραγωγή (αρκεί να αναλογιστούμε ότι μόνο πρόσφατα στην Κίνα άρχισε η κατανάλωση της μεσαίας τάξης να είναι παράμετρος που ενισχύει τη δυναμική της ανάπτυξης).

Αυτό που ήταν πιο σημαντικό ήταν άλλες μορφές ενίσχυσης της εσωτερικής οικονομικής δυναμικής, προφανώς σε διαφορετικό βαθμό σε διαφορετικές συγκυρίες: οι κυμαινόμενες ισοτιμίες (καθώς η διολίσθηση ή υποτίμηση επίσης λειτουργεί «προστατευτικά»), οι μη δασμολογικοί φραγμοί, οι εθνικές «προτιμησιακές πολιτικές» και πάνω από όλα η ενεργητική κρατική παρέμβαση, η ύπαρξη μιας βιομηχανικής πολιτικής που να μη στηρίζεται απλώς και μόνο στον αυτοματισμό της αγοράς, η επένδυση στην έρευνα και στην εκπαίδευση και την αύξηση των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού.

Και αυτό ακριβώς παραβλέπει ο Τραμπ: εάν η αμερικανική οικονομία δεν έχει τον δυναμισμό που ο ίδιος θα ήθελε να έχει, εάν οι ΗΠΑ εξαρτώνται από εισαγωγές προϊόντων, εάν υποχωρεί σε ορισμένους κλάδους έναντι ανταγωνιστών, αυτό δεν έχει να κάνει τόσο με τους χαμηλούς δασμούς. Έχει να κάνει με την αδυναμία μεγάλων τομών στην παραγωγικότητα της εργασίας, με τον τρόπο που κατανέμεται και κυρίως αξιοποιείται η ερευνητική δαπάνη (όπως έδειξε το σοκ με την εμφάνιση του DeepSeek που απέδειξε ότι μπορούσαν να αναπτυχθούν μεγάλα γλωσσικά μοντέλα με πολύ μικρότερο κόστος), με τη μη χρηματοδότηση των υποδομών. Έχει να κάνει με το ότι οι ίδιες οι μεγάλες και πολύ κερδοφόρες επιχειρήσεις των ΗΠΑ δεν επενδύουν τόσο σε παραγωγικές επενδύσεις και μονάδες (αντιθέτως σε μεγάλο βαθμό πρωταγωνίστησαν στη μεταφορά παραγωγικών δραστηριοτήτων στο εξωτερικό) όσο στη χρηματοοικονομική σφαίρα.

Ακόμη χειρότερα ο ίδιος ο τρόπος που ο Τραμπ δείχνει να προσανατολίζει την εσωτερική οικονομική πολιτική των ΗΠΑ, με την έμφαση στην αποδιάρθρωση της ομοσπονδιακών υπηρεσιών, τη μείωση της φορολογίας, τις φοροαπαλλαγές, την ακόμη μεγαλύτερη απορρύθμιση των αγορών και την απροθυμία για ενεργή κρατική παρέμβαση για την αναβάθμιση των υποδομών και την αύξηση της παραγωγικότητας, στην πραγματικότητα υπονομεύει τα όποια υποτιθέμενα οφέλη από τους δασμούς.

Προφανώς, θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι οι δασμοί είναι πρωτίστως και ένας διαπραγματευτικός μοχλός με μεγάλη «ιδεολογική» και «επικοινωνιακή» απήχηση. Όμως σίγουρα – και συγχωρέστε τον «αμερικανισμό» – δεν είναι η «μαγική σφαίρα» για την οικονομία των ΗΠΑ.



Source link

Από skopelostv

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *