Μόλις το 66,2% των νέων πτυχιούχων πανεπιστημίου στην Ελλάδα καταφέρνουν να ενταχθούν στην αγορά εργασίας, ως και τρία χρόνια μετά τις σπουδές τους, έναντι 85,2% στην Ευρώπη. Το ποσοστό αυτό κατατάσσει τη χώρα μας στην τελευταία θέση στην ΕΕ των 27 ως προς την απασχόληση των πρόσφατα αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, στους πίνακες της Eurostat. Συνήθως η εύκολη ερμηνεία για το φαινόμενο της χαμηλής απορρόφησης των νέων πτυχιούχων από την ελληνική αγορά εργασίας είναι η περίφημη «αναντιστοιχία δεξιοτήτων». Δηλαδή άλλα προσόντα ψάχνουν οι επιχειρήσεις από τους νέους εργαζόμενους και άλλα προσφέρουν εκείνοι. Αυτή όμως είναι μόνο μια επιφανειακή εξήγηση και έχει διττή ανάγνωση.
Οι έρευνες που συντάσσονται για λογαριασμό των εκπροσώπων του επιχειρηματικού κόσμου, όπως ο ΣΕΒ, τείνουν να φωτογραφίζουν ως αιτία του κακού τη δημόσια εκπαίδευση, που δήθεν παράγει περισσότερους πτυχιούχους από όσους η αγορά εργασίας μπορεί να «σηκώσει». Το φάρμακο που προτείνεται είναι η στροφή περισσότερων νέων στην επαγγελματική κατάρτιση, από πιο μικρή ηλικία ή/και η εισαγωγή φθηνού, συνήθως εποχικού, εργατικού δυναμικού από τρίτες χώρες, ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες της αγοράς.
Πρόκειται για μια ανάλυση που εμμέσως κατηγορεί τους νέους ανθρώπους, που αποκτούν πτυχία και γνώσεις που μένουν «στα αζήτητα» από την αγορά. Δεν αγγίζει τις παθογένειες του ελληνικού οικονομικού μοντέλου, που βασίζεται πρωτίστως στις υπηρεσίες και σε επαγγέλματα έντασης εργασίας, χαμηλών αμοιβών και χαμηλών εκπαιδευτικών απαιτήσεων.
Το εμπόριο και η εστίαση, οι μεγαλύτεροι εργοδότες της χώρας, δεν έχουν τόση ανάγκη από πτυχιούχους, όσο από χαμάληδες που αντέχουν να δουλεύουν με ωράρια-λάστιχο, ορθοστασία, στρες και έντονη σωματική καταπόνηση, που οδηγεί οκτώ στους δέκα στην εξάντληση και προκαλεί προβλήματα υγείας σε πάνω από έξι στους δέκα.
Άνεργοι και υπεροπροσοντούχοι
Στις αναλύσεις για τα χαμηλά ποσοστά απασχόλησης στους νέους πτυχιούχους συχνά ως αιτία αναφέρεται η λεγόμενη «υπερεκπαίδευση», όταν δηλαδή οι νέοι έχουν υψηλότερο επίπεδο γνώσεων από ό,τι ζητάει η αγορά εργασίας. Με βάση τον ΟΟΣΑ ο ένας στους τέσσερις εργαζόμενους στην Ελλάδα έχει πλεόνασμα δεξιοτήτων, η 4η υψηλότερη θέση διεθνώς.
Με βάση τα στοιχεία της Εurostat, το ποσοστό υπερεκπαίδευσης ανάμεσα στους νέους 25-34 ετών ανέρχεται στο 37,4%, επίσης το υψηλότερο στην ΕΕ και σημαντικά υψηλότερο από ό,τι στον γενικό πληθυσμό των εργαζομένων.
Επίσης η Ελλάδα έχει από τα υψηλότερα ποσοστά ετεροαπασχόλησης, με πάνω από τέσσερις στους δέκα, (41,7%) να κάνουν άλλο επάγγελμα από αυτό που σπούδασαν, έναντι 32% στον μέσο όρο της ΕΕ και των χωρών του ΟΟΣΑ.
Έρευνα ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ
Το Κέντρο Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΚΑΝΕΠ) και το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, έχουν επεξεργαστεί τα στοιχεία της Eurostat για την απασχόληση των νέων πτυχιούχων, παρουσιάζοντας μια εικόνα πολύ πιο σύνθετη από τη μονοδιάστατη ανάγνωση της «αναντιστοιχίας δεξιοτήτων».
Για παράδειγμα στην Ελλάδα, εντοπίζεται το εξής παράδοξο: Οι απόφοιτοι γενικού Λυκείου βρίσκουν πιο εύκολα δουλειά από ό,τι οι απόφοιτοι πανεπιστημίου ή οι κάτοχοι μεταπτυχιακού. Τα ποσοστά απασχόλησης ανάμεσα σε όσους έχουν ολοκληρώσει πρόσφατα ανώτερη δευτεροβάθμια ή μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση γενικής κατεύθυνσης ανέρχονται σε 72,7%.
Είναι τα υψηλότερα ποσοστά ανάμεσα σε όλες τις εκπαιδευτικές κατηγορίες και τα μόνα που υπερβαίνουν τον αντίστοιχο μέσο όρο της ΕΕ (67,2%). Μάλιστα, παρά τη «γκρίνια» της βιομηχανίας ότι η Ελλάδα υστερεί σε εξειδικευμένους τεχνίτες – αποφοίτους σχολών επαγγελματικής κατάρτισης, η συγκεκριμένη κατηγορία έχει σημαντικά χαμηλότερη εργασιακή απορρόφηση από τους αποφοίτους γενικής μέσης εκπαίδευσης (66,5%).
Πρόκειται για άλλη μια θλιβερή απόδειξη ότι οι περισσότερες προσφερόμενες θέσεις εργασίας στην Ελλάδα είναι «γενικών καθηκόντων» και χαμηλής ειδίκευσης.
Η απασχόληση των νέων ως μετρητής της ανάπτυξης
Χρήστος Γούλας, Γενικός Διευθυντής ΙΝΕ/ΓΣΕΕ
«Είναι κρίσιμο να κατανοήσουμε άμεσα ότι μια αγορά εργασίας που δεν δίνει προτεραιότητα στην απορρόφηση εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού με υψηλές δεξιότητες, και μάλιστα φτάνει να το θεωρεί οικονομικό βάρος αντί για επένδυση στην ανάπτυξη, μάλλον παραπέμπει σε ένα αναπτυξιακό πρότυπο χαμηλών προσδοκιών.
Παρά το ότι οι δείκτες της ανεργίας μειώνονται σταθερά τα τελευταία χρόνια, το τυφλό σημείο της αγοράς εργασίας συνεχίζει να είναι αυτό της χαμηλής απασχόλησης, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις νεότερες ηλικίες. Θεωρώ ότι δεν πρόκειται για συγκυριακό φαινόμενο, αλλά για δομική υστέρηση του ελληνικού παραγωγικού συστήματος.
Και για να είμαι ξεκάθαρος: δεν νομίζω ότι είναι οι νέοι που δυσκολεύονται να προσαρμοστούν στα εργασιακά περιβάλλοντα, αλλά μάλλον η ελληνική αγορά εργασίας που εμφανίζει χρόνιες δυσκολίες αξιοποίησης των δεξιοτήτων των νεότερων γενιών.
Ανεργία των νέων
»Πρόκειται για δύσκολα κατανοήσιμη τάση, ιδιαίτερα αν σκεφτούμε ότι έχουμε να κάνουμε με την περισσότερο καταρτισμένη και προσοντούχα γενιά στην ιστορία μας. Κι όμως, η Ελλάδα κατατάσσεται σταθερά στις τελευταίες θέσεις της ΕΕ-27 όσον αφορά την απασχόληση των νέων 15-29 ετών, με μόλις το 36% να συμμετέχει στην αγορά εργασίας, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος για τις ίδιες ηλικίες αγγίζει το 50%. Τελικά, λοιπόν, το πρόβλημα είναι ότι οι νέοι δεν θέλουν να εργαστούν ή μήπως ‘ότι η αγορά δεν τους προσφέρει πραγματικές ευκαιρίες;
Δεν είμαι έτοιμος να αμφισβητήσω τις θεωρίες περί χάσματος δεξιοτήτων και οριζόντιας αναντιστοιχίας, αλλά δεν νομίζω κι ότι αρκούν ως μόνη εξήγηση. Η χώρα μας δεν στερείται νέων με γνώσεις, δεξιότητες και διάθεση για δουλειά. Κάθε άλλο! Αυτό όμως που πραγματικά φαίνεται να λείπει είναι επιχειρήσεις με όραμα και σχέδιο, έτοιμες να επενδύσουν στην ανάπτυξη του εργατικού δυναμικού τους αξιοποιώντας τις δεξιότητες των νέων εργαζομένων. .
Μάλιστα, μοιάζουν να κινούνται στην αντίθετη κατεύθυνση, προωθώντας ακόμη και πάντα ένα εργασιακό πρότυπο εντατικοποιημένης, ανειδίκευτης εργασίας στις υπηρεσίες, ενώ αποφεύγουν τις παραγωγικές επενδύσεις που οδηγούν στην δημιουργία εξειδικευμένων θέσεων εργασίας. Η απασχόληση των νέων είναι και αυτή ένας μετρητής της ανάπτυξης και γι αυτό θα πρέπει να ασχοληθούμε σοβαρά με την ουσία του ζητήματος».
Η Ελλάδα γυρνάει την πλάτη στους πτυχιούχους
Τα πολύ χαμηλά ποσοστά απασχόλησης στους νέους πτυχιούχους στην Ελλάδα οφείλουν να μας προβληματίσουν για πολλούς λόγους. Δεν είναι μόνο ότι υστερούμε δραματικά σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ, αλλά και ότι μας χωρίζει χάος από άλλες χώρες που βρίσκονται σε παρόμοια ή σε χειρότερη οικονομική θέση από ό,τι η Ελλάδα. Για παράδειγμα στη Βουλγαρία το 93,7% των αποφοίτων πανεπιστημίου βρίσκει σύντομα δουλειά, το τρίτο υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ (διαφορά 27,5 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με την Ελλάδα).
Τα υψηλότερα ποσοστά απορρόφησης των νέων πτυχιούχων έχει η Μάλτα (96,3%) και ακολουθεί η Λετονία (94,4%). Ακόμα και στην «ουρά» της ΕΕ, τα ποσοστά απασχόλησης νέων πτυχιούχων υπερβαίνουν το 80%.
Γκαρσόνια με πτυχίο
Ένας άλλος παράγοντας που δείχνει την υστέρηση του ελληνικού παραγωγικού μοντέλου, είναι τα ποσοστά υπερεκπαίδευσης στους νέους, ανά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας. Το 86,3% των νέων που απασχολούνται στην εστίαση και τα καταλύματα είναι υπερπροσοντούχοι, έναντι 71,2% στην ΕΕ.
Το ίδιο ισχύει για το 96,5% των νέων που δουλεύουν στον πρωτογενή τομέα, έναντι 73,1% στην ΕΕ. Η μεγαλύτερη ψαλίδα των υπερπροσοντούχων νέων σε σύγκριση με την ΕΕ αφορά τις διοικητικές και υποστηρικτικές δραστηριότητες και το εμπόριο. Στην Ελλάδα το 84,6% των διοικητικών και το 75,7% των εργαζομένων σε χονδρική και λιανική, έχουν υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης από το απαιτούμενο, έναντι μόλις 41,8% και 46,3% στην ΕΕ των 27.
Ψηφιακές δεξιότητες
Τέλος, παρά τη γκρίνια των εργοδοτών ότι οι Έλληνες εργαζόμενοι υστερούν σε ψηφιακές δεξιότητες, στην πραγματικότητα τα ποσοστά της Ελλάδας είναι σχετικά κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Με βάση τα τελευταία στοιχεία της Εurostat το 56,9% των ενηλίκων (25-64 ετών) κατέχει βασικό έως και προηγμένο επίπεδο ψηφιακών δεξιοτήτων. Το ποσοστό αυτό υπολείπεται κατά 2,2 ποσοστιαίες μονάδες του ευρωπαϊκού μέσου όρου και μας κατατάσσει στη 17η θέση της ΕΕ.
Ψηφιακή ένταση
Ωστόσο είμαστε τελευταίοι στον δείκτη ψηφιακής έντασης σε επιχειρήσεις άνω των δέκα εργαζομένων, πίσω και από τη Βουλγαρία και την Ουγγαρία. Οι έξι στις δέκα εξακολουθούν να μην πολυξέρουν «τι λένε τα κομπιούτερ και οι αριθμοί» ενώ οι δύο στις δέκα αξιοποιούν σε χαμηλό βαθμό την ψηφιακή τεχνολογία. Δηλαδή, από τη μία θέλουμε εργαζόμενους με ψηφιακές δεξιότητες, από την άλλη οι περισσότερες ελληνικές επιχειρήσεις υστερούν δραματικά στην ψηφιακή μετάβαση.