Οι ψηφοφόροι σε 50 πολιτείες των ΗΠΑ ψηφίζουν για να επιλέξουν τον 47ο πρόεδρο της χώρας σε μια εκλογική αναμέτρηση που έχει μετατραπεί σε μάχη στήθος με στήθος μεταξύ των δύο βασικών υποψηφίων.
Μέχρι στιγμής, εκλογικοί αναλυτές λένε ότι η φετινή προεδρική κούρσα μεταξύ της αντιπροέδρου Καμάλα Χάρις και του πρώην προέδρου Ντόναλντ Τραμπ είναι πολύ κοντινή για να κριθεί.
Ωστόσο, δεν είναι η πρώτη φορά που στην πορεία προς την προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών παρατηρείται οριακή ισοπαλία μεταξύ των υποψηφίων.
Ας ρίξουμε μια ματιά σε πέντε προεδρικές αναμετρήσεις στην ιστορία των ΗΠΑ που κρίθηκαν από μερικές χιλιάδες ψήφους:
1824: Εσωτερικές αντιπαλότητες
Η μάχη του 1824 για τον Λευκό Οίκο αποτέλεσε σημείο καμπής στην αμερικανική ιστορία, καθώς τέσσερις υποψήφιοι, όλοι από το ίδιο πολιτικό κόμμα, διαγωνίστηκαν για το κορυφαίο αξίωμα και η Βουλή των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ έπρεπε να επιλέξει τον νικητή.
Μετά τον θάνατο του Αλεξάντερ Χάμιλτον, του πρώτου υπουργού Οικονομικών των ΗΠΑ και πατέρα της Αμερικής το 1804, το Δημοκρατικό-Ρεπουμπλικανικό Κόμμα που είχε νικήσει το Ομοσπονδιακό Κόμμα του Χάμιλτον, ήταν σίγουρο για την εύκολη πορεία του προς την προεδρία.
Όμως η επιλογή ενός υποψηφίου αποδείχθηκε δύσκολη για τα μέλη του κόμματος, και οι Τζον Κουίνσι Άνταμς, Χένρι Κλέι, Άντριου Τζάκσον και Γουίλιαμ Χ. Κρόφορντ, όλοι από το Δημοκρατικό-Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, έκαναν εκστρατεία σε όλη τη χώρα.
Όταν έκλεισαν οι κάλπες και στις 28 πολιτείες των ΗΠΑ, ο Τζάκσον προηγούνταν με 99 εκλέκτορες, ακολουθούμενος από τον Άνταμς που έλαβε 84, τον Κρόφορντ που έλαβε 41 και τον Κλέι που έλαβε 37 εκλέκτορες.
Κανένας όμως υποψήφιος δεν έλαβε την πλειοψηφία.
Σύμφωνα με τη δωδέκατη τροπολογία του αμερικανικού Συντάγματος, σε μια τέτοια περίπτωση, «η Βουλή των Αντιπροσώπων εκλέγει αμέσως, με ψηφοφορία, τον Πρόεδρο». Επιπλέον, δεδομένου ότι το Σύνταγμα όριζε ότι μόνο οι τρεις πρώτοι προχωρούν, ο Κλέι αποκλείστηκε.
Για περίπου ένα χρόνο, κάθε υποψήφιος ασκούσε πιέσεις στα μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων, συμπεριλαμβανομένου του Κλέι, ο οποίος ήταν πρόεδρος της Βουλής.
Τελικά, στις 9 Φεβρουαρίου 1825, η Βουλή ψήφισε υπέρ της εκλογής του Άνταμς ως προέδρου των ΗΠΑ, αποτέλεσμα που διαμορφώθηκε μετά από μια κρίσιμη ψήφο του Κλέι. Σύμφωνα με τα Εθνικά Αρχεία των ΗΠΑ, ο ίδιος απέσυρε την υποστήριξή του προς τον υποψήφιο της πολιτείας του Τζέφερσον και επέλεξε τον Άνταμς.
Ο Άνταμς επέλεξε τελικά τον Κλέι ως υπουργό Εξωτερικών.
Αυτό δεν άρεσε στον Τζάκσον, και κατηγόρησε τον Κλέι και τον Άνταμς ότι έκαναν «διεφθαρμένο παζάρι» και ζήτησε να επαναληφθεί η εκλογική αναμέτρηση.
Κατά τη διάρκεια των επόμενων προεδρικών εκλογών του 1828, ο Τζάκσον κατάφερε να νικήσει τον Άνταμς και να γίνει πρόεδρος.
Όμως ο θυμός του προς τον Κλέι παρέμεινε.
Σύμφωνα με μια σύντομη αναφορά προς το τέλος της προεδρίας του, όταν ο Τζάκσον ρωτήθηκε αν είχε μετανιώσει για κάτι, είπε: «Λυπάμαι που δεν μπόρεσα να πυροβολήσω τον Χένρι Κλέι…».
1876: Μια ψήφος άλλαξε το παιχνίδι
Μισό αιώνα αργότερα, οι προεδρικές εκλογές κρίθηκαν με μία ψήφο στην Εκλογική Επιτροπή – μια ομάδα που δημιουργήθηκε από το αμερικανικό Κογκρέσο αποτελούμενη από 14 βουλευτές και έναν δικαστή του Ανώτατου Δικαστηρίου, για να λύσει την αμφίρροπο προεδρική κούρσα.
Στις εκλογές του 1876 ο υποψήφιος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος Ρούδερφορντ Μπ. Χέιζ, αναμετρήθηκε με τον υποψήφιο του Δημοκρατικού Κόμματος Σάμιουελ Τίλντεν, έναν πολιτικό γνωστό για τις αρχές του ενάντια στη διαφθορά.
Επιπλέον, καθώς επρόκειτο για μια εποχή κατά την οποία οι ΗΠΑ μόλις είχαν συνέλθει από τον Εμφύλιο Πόλεμο του 18ου αιώνα και το Κογκρέσο είχε ψηφίσει αρκετές Πράξεις Ανασυγκρότησης, ένας από τους στόχους ήταν να διασφαλιστεί το δικαίωμα ψήφου των μαύρων Αμερικανών.
Όμως σε πολλές νότιες πολιτείες, όπως η Λουιζιάνα, οι λευκοί Αμερικανοί ήθελαν την επιστροφή στη λευκή κυριαρχία και διαμαρτύρονταν από το 1873 κατά των προσπαθειών για την παροχή δικαιώματος ψήφου στους μαύρους της χώρας.
Μέχρι τις προεδρικές εκλογές του 1876, η ψήφος των μαύρων είχε πλέον σχεδόν εκλείψει και αυτό οδήγησε στο να γίνει το Δημοκρατικό Κόμμα δημοφιλές μεταξύ των μαύρων ψηφοφόρων στο Νότο, ιδίως στη Λουιζιάνα, τη Νότια Καρολίνα και τη Φλόριντα.
Σύμφωνα με τα αρχεία του Λευκού Οίκου, «η λαϊκή ψήφος ήταν προφανώς 4.300.000 για τον Τίλντεν έναντι 4.036.000 για τον Χέιζ».
Ωστόσο, οι πιθανότητες εκλογής του Χέιζ εξαρτιόνταν από τις αμφισβητούμενες ψήφους των εκλεκτόρων στη Λουιζιάνα, τη Νότια Καρολίνα και τη Φλόριντα.
Έτσι, οι Ρεπουμπλικάνοι απαίτησαν επανακαταμέτρηση των ψήφων.
Μετά από μήνες αβεβαιότητας, το 1877, το Κογκρέσο στάθμισε και συγκρότησε την Εκλογική Επιτροπή, η οποία ψήφισε υπέρ του Χέιζ.
Μετά την ψηφοφορία της επιτροπής, ο Χέιζ νίκησε τον Τίλντεν με μία ψήφο διαφορά: 185 εκλογικές ψήφους έναντι 184.
Με τη νίκη του στις εκλογές, ο Χέιζ δεσμεύτηκε να προστατεύσει τα δικαιώματα των μαύρων Αμερικανών στο Νότο και ενθάρρυνε επίσης την «αποκατάσταση της συνετής, έντιμης και ειρηνικής τοπικής αυτοδιοίκησης».
1884: Το σκάνδαλο
Η Νέα Υόρκη είναι προπύργιο του Δημοκρατικού Κόμματος τα τελευταία χρόνια. Αλλά το 1884, η πολιτεία ένα swing state και έπαιξε κρίσιμο ρόλο στην ανάδειξη του νικητή της προεδρικής κούρσας, η οποία σημαδεύτηκε και από ένα σκάνδαλο.
Ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών Τζέιμς Τζέι Μπλέιν αναμετρήθηκε με τον Γκρόβερ Κλίβελαντ του Δημοκρατικού Κόμματος, ο οποίος ήταν επίσης δήμαρχος της Νέας Υόρκης.
Εκείνη την εποχή, οι ΗΠΑ ήταν γεμάτες από οικονομικά δράματα και διεφθαρμένες οικονομικές συμφωνίες.
Το Δημοκρατικό Κόμμα ήταν δημοφιλές στις νότιες πολιτείες των ΗΠΑ και ο Κλίβελαντ είχε εντυπωσιάσει τους ανθρώπους στη Νέα Υόρκη με τις πολιτικές του κατά της διαφθοράς.
Αυτός και το Δημοκρατικό Κόμμα πίστευαν ότι είχαν έναν εύκολο δρόμο προς την επιτυχία.
Όμως, λίγες μόλις ημέρες αφότου ο Κλίβελαντ προτάθηκε ως υποψήφιος πρόεδρος του Δημοκρατικού Κόμματος στις 11 Ιουλίου, η Buffalo Evening Telegraph ανέφερε ότι εκείνος είχε αποκτήσει έναν νόθο γιο με μια γυναίκα ονόματι Μαρία Χάλπιν.
Σύμφωνα με τα αρχεία το παιδί είχε δοθεί σε ορφανοτροφείο, καθώς ο Κλίβελαντ δεν ήταν σίγουρος ότι το παιδί ήταν δικό του. Βοήθησε όμως το παιδί οικονομικά μέχρι να υιοθετηθεί.
Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα προσκολλήθηκε σε αυτή την ιστορία, καθώς ο υποψήφιός του, Μπλέιν, είχε παρουσιαστεί από την εκστρατεία του Δημοκρατικού Κόμματος ως ψεύτης και διεφθαρμένος.
Με τη σειρά του ένα δημοφιλές σατιρικό έντυπο με την ονομασία The Judge δημοσίευσε μια γελοιογραφία του Κλίβελαντ με τίτλο: «Μαμά, μαμά, πού είναι ο μπαμπάς μου;».
Ενώ ο Κλίβελαντ έτρεχε με το σύνθημα «Πες την αλήθεια», το σκάνδαλο έπληξε τη βάση υποστήριξής του στη Νέα Υόρκη, την πολυπληθέστερη πολιτεία που έφερε τότε 36 εκλέκτορες.
Όταν έκλεισαν οι κάλπες, το προβάδισμα του Κλίβελαντ ήταν μικρό στην πολιτεία και έλαβε 563.048 ψήφους στη Νέα Υόρκη έναντι 562.001 του Μπλέιν.
Τελικά, οι λίγες χιλιάδες ψήφοι που κρίθηκαν από τη Νέα Υόρκη σε συνδυασμό με τη υποστήριξη των μεταρρυθμιστών Ρεπουμπλικάνων που αντιπαθούσαν τον Μπλέιν βοήθησαν τον Κλίβελαντ να κερδίσει.
1916: Το σνομπάρισμα
Το 1916, ένα ποτό στο Λονγκ Μπιτς της Καλιφόρνια ήταν αυτό που χρειάστηκε για να ανατραπεί η προεδρική κούρσα των ΗΠΑ μεταξύ του Γούντροου Γουίλσον, από το Δημοκρατικό Κόμμα, και του υποψήφιου των Ρεπουμπλικανών Τσαρλς Έβανς Χιουζ.
Τότε, εκτός από τους προεδρικούς υποψηφίους, δύο μέλη του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος της Καλιφόρνιας – ο Χάιραμ Τζόνσον και ο συντηρητικός Γουίλιαμ Μπουθ – ήλπιζαν να κερδίσουν έδρες στη Γερουσία των ΗΠΑ.
Σύμφωνα με το History Channel, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας στο Λονγκ Μπιτς, ο Χιουζ πληροφορήθηκε ότι ο Τζόνσον έμενε στο ίδιο ξενοδοχείο με αυτόν.
Ωστόσο δεν επικοινώνησε μαζί και δεν τον κέρασε καν ένα ποτό…
Ο Τζόνσον δυσαρεστήθηκε από αυτό το γεγονός και δεν προσέφερε την υποστήριξή του στον Χιουζ στην Καλιφόρνια, πράγμα που σημαίνει ότι ο αντίπαλος του κέρδισε την πολιτεία που ήταν ταλαντευόμενη με περίπου 3.000 ψήφους.
2000: Το Ανώτατο Δικαστήριο
Στην προεδρική κούρσα του 2000 αναμετρήθηκαν ο Δημοκρατικός Αλ Γκορ, αντιπρόεδρος της χώρας τότε, και ο Ρεπουμπλικάνος Τζορτζ Μπους, ο οποίος ήταν κυβερνήτης του Τέξας. Η αναμέτρηση κατέληξε τελικά στη Φλόριντα και το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ χρειάστηκε να πάρει θέση.
Τη νύχτα των εκλογών, καθώς έκλειναν οι κάλπες σε όλη τη χώρα, κατέστη σαφές ότι οι 25 εκλέκτορες της Φλόριντα, μιας πολιτείας που ήταν κρίσιμη, θα καθόριζαν τον νικητή.
Όταν τα αποτελέσματα από την Πολιτεία του Ήλιου έφτασαν, τα τηλεοπτικά δίκτυα σε όλες τις ΗΠΑ άρχισαν να ανακοινώνουν ότι ο Μπους είχε κερδίσει τις εκλεκτορικές ψήφους της Πολιτείας.
Ο Γκορ τηλεφώνησε στον Μπους για να τον συγχαρεί, αλλά σύντομα απέσυρε την αποδοχή της ήττας του,όταν το προβάδισμα του Μπους στη Φλόριντα άρχισε να μειώνεται.
Οι δικηγόροι του Δημοκρατικού και του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος άρχισαν μια νομική διαμάχη για τις ψήφους, με τους δικηγόρους του Γκορ να ζητούν επίσης επανακαταμέτρηση.
Η μάχη έφτασε στο Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας και, μετά από εβδομάδες αβεβαιότητας, το δικαστήριο ψήφισε 5-4 υπέρ της νίκης του Μπους.
Οι εκλογές Μπους εναντίον Γκορ συνεχίζουν να στοιχειώνουν το δικαστήριο της χώρας, το οποίο πλέον συχνά απέχει από τις εκλογές.
Το 2013, η δικαστής Σάντρα Ντέι Ο’Κόνορ, η οποία ψήφισε με την πλειοψηφία στο Ανώτατο Δικαστήριο, δήλωσε στην εφημερίδα Chicago Tribune ότι «το δικαστήριο πήρε την υπόθεση και αποφάνθηκε σε μια εποχή που ήταν ακόμη ένα μείζον εκλογικό ζήτημα… Ίσως το δικαστήριο θα έπρεπε να είχε πει: ‘Δεν θα την αναλάβουμε, αντίο’».